Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΧΩΡΙΟ

 

Μια αυθεντική αφήγηση για την ζωή στο παλιό χωρίο όπως την κατέγραψε ο Γιάννης Ν. Μπακούρος και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του, με λαογραφικό ενδιαφέρον, "Τον παλιό καιρό, εκείνο". που εκδόθηκε απο τον δήμο Δελφών το 2001.







 

ΤΟ ΚΑΣΤΡΙ

 Ας ακούσουμε την ιστορία του παλιού χωριού, του Καστριού, όπως μας την αφηγήθηκε ένα καλοκαιρινό βράδυ ο γερο-Κορκότζηλος, ο Λουκάς Νικολάου, που πέθανε το 1965 σε ηλικία 95 χρόνων, καθισμένος στο πεζούλι του σπιτιού του, στην κορυφή του χωριού, όταν τον ρωτήσαμε να μας πεί για τα περασμένα.

 Παιδιά μου, το παλιό χωριό το θυμάμαι σαν τώρα δα! Γιατί ήρθα εδώ στο καινούργιο χωριό άντρας τριάντα περίπου χρονών. Θυμάμαι τα σπίτια με τα χαγιάτια, τα στενά σοκάκια με τα καλντερίμια, την εκκλησία του Αη-Νικόλα.. Απο τους παλιούς Δελφούς, που μας έλεγαν, γεμάτος ο τόπος απο σπασμένα μάρμαρα και πελεκημένα λιθάρια που τα πιο πολλά τα είχαν χτίσει στα σπίτια για θεμέλια. Κομμάτια απο παλιά πήλινα σταμνιά παντού και εκεί που είναι το θέατρο σήμερα ήταν μια σειρά σκαλιά απο μεγάλα λιθάρια που παίζανε τα παιδιά το κρυφτό. Και στο στάδιο που ήταν χωμένο και απολάγανε τα ζα να βοσκήσουν στο ίσωμα φαινόταν ένας γυροβολιαστός τοίχος και κάμποσα σκαλιά λιθαρένια δώθε απο την πηγή της Κερνάς.

 Στο παλιό χωριό κάθε σπίτι είχε απο δυό-τρείς γίδες ή πρόβατα που έβοσκαν τριγύρω απο το χωριό. Δεν μας έπιανε ο βοριάς τον χειμώνα, ήταν απάγκιο, που λέμε, και είχε χορτάρια για τα μανάρια. Επίσης τρέφανε πολλά κοτόπουλα και γαλιά. Και συνεχίζει ο μπαρμπα-Λουκάς..

 Νερό παίρναμε απο την Κερνά που ήταν κρύο. Υπήρχε χαμηλά και η Κασσωτίδα που έβγαζε τότε μπόλικο, ελαφρύ νερό. Τις αποκριές πηγαίναμε στη Λάκκα της Περγορού κοντά στην Κασταλία. Οι γυναίκες χόρευαν και οι άντρες έριχναν το λιθάρι, ποιός θα το πάει μακρύτερα. Και πάλευαν και τα παιδιά, τα μεγάλα δυό-δυό ποιός θα ρίξει τον άλλο στο χώμα και όποιος νικούσε έπαιρνε απο τους δημογέροντες ένα αρνί ή κατσίκι.

 Και στη νεραϊδοσπηλιά είχαμε πάει παιδαρέλια τότε με τους φίλους μου απ' το μονοπάτι που περνάει δίπλα στη ρεματιά της Κασταλίας. Είναι μια σπηλιά μέσα στο βράχο και όταν μπήκαμε είδαμε μιλιούνια νυχτερίδες κρεμασμένες απο πάνω, με το κεφάλι κάτω. Στην σπηλιά, όπως μας έλεγαν οι γερόντοι, τα χρόνια τα παλιά μένανε νεράϊδες, κάτι κοπέλες σαν το νερό στο ποτήρι, με μακριά μαλλιά, που γύριζαν τις νύχτες που είχε φεγγάρι στον Παρνασσό. Τις έβλεπαν οι τσοπάνηδες που σκάριζαν νύχτα τα πρόβατα και όπως μολογούσε ο γέρο-Κουνούπης που νυχτοπερπατούσε με τα πράματα, κάθε γέμιση του φεγγαριού, που ήταν πανσέληνος, κατέβαιναν στην Κασταλία και λούζονταν ολοτσίτσιδες και έπαιζαν με τα νερά με χαχανητά καί απάχαζε το Αγιαννόρεμα απο τις φωνές τους. Και όσοι τύχαινε περνώντας να τις ιδούν έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν “πίσω μου σ' έχω σατανά”. Αυτά έλεγαν οι γερόντοι και 'μείς τα παιδιά τους ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα. Εμάς οι μανάδες μας είχαν βάνει βασκαντήρια (φυλαχτά) κρεμασμένα στο λαιμό απο μια χοντρή κλωστή. Δηλαδή ένα μικρό πανάκι που είχε μέσα ραμμένα λιβάνι, ένα μικρό σταυρό και μια πρέζα μπαρούτι για να σκιάζονται τα ξωτικά.

 Θυμάμαι και τα αλώνια στου Γουρλά και την εκκλησία του Αη-Λιά με το κοιμητήρι, όπως είναι και σήμερα. Τα αλώνια, καμιά δεκαριά, όλα πετσωμένα με πλάκες λιθαρένιες στρωτές για να τρίβονται τα στάχια του σιταριού απο τα πέταλα των αλόγων και στη μέση μια τρύπα να δίνουν τα άλογα τις λατόνιες, όπως τις έλεγαν, να φέρνουν γυροβολιές. Οταν ήταν μικρή η θημωνιά έβαζαν 4-5 άλογα, όταν ήταν μεγάλη, δηλαδή είχε πολλά δεμάτια σταριού, τότε έβαζαν και οχτώ άλογα να πατήσουν τα λιμάρια, να τα σπάσουν για το άχυρο και να τριφτεί το σιτάρι. Και οι βαλμάδες που είχαν τα άλογα, τους φώναζαν με το καμουτσίκι στο χέρι, αϊ, αϊ, ντε κοκκίνη, για να κάνουν γρήγορα, να τελέψει το αλώνισμα και να πάνε τ' άλογα σε άλλο αλώνι. 

 


 Τότε παιδιά μου ο κόσμος έβγαζε με κόπο και ιδρώτα το ψωμί του, να περάσει τη χρονιά. Οταν τελείωνε το αλώνισμα, μαζεύαμε το άχυρο με το τχούλι, που είχε τρία ξύλινα δόντια σαν πηρούνα τα βάζαμε στα γέργεθα και τα πηγαίναμε στην αχερώνα για να τρώνε τα ζα τον χειμώνα. Το λιώμα, όπως λέγαμε τον καρπό απο το στάρι, το σκουπίζαμε σε ένα μέρος του αλωνιού, ανάκατο με τα λίγα άχυρα που είχαν απομείνει, με σκούπες απο αγούδουρα που γίνονταν στα χωράφια, και περίμεναν ο κόσμος όλη τη νύχτα να 'ρθει η αυγή που θα φυσούσε βοριαδάκι απο το βουνό για να το λιχνίσουν, δηλαδή να το ρίχνουν λίγο-λίγο ψηλά με το καρπερό, το ξύλινο φτυάρι, και το σιτάρι να πέφτει επι τόπου, ο δε μπουχός, δηλαδή τα μικρά άχυρα και οι αγγάνες, τα έπαιρνε ο αγέρας και τα σκορπούσε μακρύτερα. Σάκιαζαν το στάρι και το πήγαιναν στο αμπάρι του σπιτιού με τις ευχές των γειτόνων για καλοφάγωτο. Τότε είχαν άλογα ο Γιάνναρος ο Καράμπαλης, ο Στάθης Καϊλόγιαννος, ο Νίκος Καϊλόγιαννος (Παγάνας) που πήγαιναν έως και στον κάμπο της Λειβαδιάς και αλώνιζαν.

 Μεγάλες καταστροφές έπαθε το χωριό, όπως μας έλεγαν οι πατεράδες μας, απο τις καταρρακτώδεις βροχές το 1864 και τον Οκτώβρη του 1866, όταν κατέβασε το ρέμα της Ροδινής φέρνοντας ποτάμι τα μανιασμένα νερά απο το Κρόκι και την Παλιοβούνα του Παρνασσού και άνοιξε ρέματα μέσα στο χωριό, γκρέμισε σπίτια και έπνιξε ζώα. Οι άνθρωποι σε απόγνωση, χάσανε το βιός τους όταν χύμιξαν τα νερά μέσα στα υπόγεια και τα σπίτια. Αλλά ξέχωσαν και αγάλματα και αρχαία κτίσματα κρυμμένα απο αιώνες βαθιά στη γή. Ηρθαν αρχαιολόγοι και είπαν να φύγει το χωριό σε άλλη τοποθεσία για να γίνουν ανασκαφές.

 Και για το σεισμό στις 20 Ιούλη το 1870 μας έλεγε ο πατέρας μου και έκλεγε που το θυμόταν. Με τον πρώτο σεισμό βγήκαμε στ' αλώνια όλο το χωριό, σε λίγο έγινε δεύτερος δυνατός, πέφτανε σπίτια με πάταγο, κάμποσοι γερόντοι πλακώθηκαν, κουρνιαχτός σηκώθηκε, τρέμαν τα βουνά με μια βουή. Και ο κόσμος στ' αλώνια βέλαζαν σαν αρνιά, σπάραζαν απο το κλάμα και έκαναν μετάνοιες στο θεό να τους λυπηθεί. Ο σεισμός κατέστρεψε όλο το χωριό εκτός απο λίγα σπίτια.

 Οι Καστρίτες δεν ήθελαν να φύγουν απο το χωριό και να πάνε στο νέο, να τους δέρνουν οι αγέρηδες τον χειμώνα και η κάψα το καλοκαίρι. Αλλά μετά τις πλημμύρες και τον μεγάλο σεισμό άλλαξαν γνώμη σιγά-σιγά και δέχτηκαν με βαριά καρδιά, να φύγουν και να χτίσουν τα σπίτια τους προς δυσμάς του χωριού κάτω απο την πλαγιά που ονομάζεται του Φιλόμηλου και προς τα Πηγαδούλια.

Αυτά μονολογούσε ο γερο-Λουκάς ο Νικολάου τρέμοντας απο τη συγκίνηση της θύμισης για τα παλιά, τα άγνωστα για μας αλλά όχι λησμονημένα για τον γερο-Κορκόντζηλο τον μακαρίτη.


“ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ, ΕΚΕΙΝΟ”

Γιάννης Ν. Μπακούρος, 2001

Εκδοση Δήμου Δελφών



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου