Αφιέρωμα της Κατερίνας Σχινά στον βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας μεγάλο Ιρλανδό ποιητή Σέιμους Χίνι.
Πηγή : oanagnostis.gr
“Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο – ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαια λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός».
Όμως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή πατέρας μου
ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας». Όμως, θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων. Ο Ερμής με το καπέλο του, το κηρύκειο και τα σανδάλια, ήταν ίδιος με τον πατέρα μου, έναν κτηνοτρόφο, που κάθε εβδομάδα πήγαινε τα ζώα του στο παζάρι, φορώντας σανδάλια κι ένα πλατύγυρο καπέλο και κρατώντας πάντα μπαστούνι”.
Έτσι είχε αρχίσει την ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών ο Σέιμους Χίνι, καλεσμένος ανάμεσα σε άλλους Έλληνες και ξένους συγγραφείς στο συνέδριο με τίτλο “Η ελληνική εμπειρία” που είχε διοργανώσει η καθηγήτρια Κίρκη Κεφαλέα τον Φεβρουάριο του 2004 – κι έτσι τον γνώρισα: Προσηνή, γλυκύ, έναν σύγχρονο Ησίοδο που θεωρούσε αδιανόητο να απωλέσει κάποτε την ισχύ της η πρόκληση του ανθρωπισμού κι ίσως γι’ αυτό ανέτρεχε με κάθε ευκαιρία, στην κλασική γραμματεία, σε αναζήτηση της “ακάματης ενέργειας” και της δύναμής της, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει την σύγχρονη Ελλάδα και τους ποιητές της, για τους οποίους απερίφραστα δήλωνε ευγνωμοσύνη: “Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ΄50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από τον Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα· ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια χρόνια πριν· για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου· ευγνωμοσύνη για την αρκούδα του Σικελιανού στην Ιερά Οδό και για την κατσίκα του Ελύτη στον βράχο”.
Η αναγγελία του θανάτου του Σέιμους Χίνι ξανάφερε στο νου μου εκείνον τον Φεβρουάριο, τα στρογγυλά τραπέζια και τους περιπάτους, τις συζητήσεις και τα θορυβώδη δείπνα, αλλά και την πολύωρη επίσκεψη του Χίνι στο Μουσείο, όπου, καθώς θα εκμυστηρευόταν αργότερα, έμεινε ώρα πολλή μπροστά στον Ηνίοχο, έκθαμβος με την “πτυχή των χειλιών”, με την “ευγένεια του μετώπου”. Ανακαλώντας εκείνη τη συνάντηση, πήρα να ξεφυλλίσω την δωδέκατη και τελευταία του συλλογή: “Human chain”, Ανθρώπινη αλυσίδα, την τιτλοφόρησε ο ποιητής, ίσως γιατί οι σελίδες της εποικούνται από τα πρόσωπα που όρισαν τη διαδρομή του, εκδημήσαντες που ακόμα του γνέφουν, έναν χορό από ωσεί παρούσες, μα λαλίστατες σκιές. Κι εκεί, διαβάζοντας το ποίημα “Chanson d’ Aventure”, “Τραγούδι περιπέτειας”, ξαναβρήκα τον Ηνίοχο των Δελφών, μεταπλασμένο σε ποιητική ύλη, ανακαλούμενο μέσα στον πόνο της ανάκαμψης από το βαρύ εγκεφαλικό από το οποίο προσβλήθηκε ο Χίνι πριν από μερικά χρόνια. Είναι ένα ποίημα που περιγράφει το πλήγμα, την φρενιτιώδη μεταφορά του ποιητή στο νοσοκομείο, την εντατική, και τέλος την ανάταξη, την τελευταία φάση της “περιπέτειας”: εδώ είναι που ο Ηνίοχος αναδύεται εν είδει νοητικής βακτηρίας του ποιητικού υποκειμένου καθώς αυτό συνέρχεται και ξαναμαθαίνει να περπατά:
Τα έξι του άλογα, το άρμα του, φευγάτα
κουτσουρεμένο το αριστερό του χέρι
από καρπό που προεξέχει σαν ανοιχτός κρουνός
μπρούτζινα ηνία μετέωρα στο δεξί του, βλέμμα μπροστά,
άδειο όπως ο χώρος όπου θα’ πρεπε να’ ναι ζεμένα τ’ άτια,
Τα μάτια του ασάλευτα, στάση ευθυτενής σαν τη δική μου
την ώρα της φυσιοθεραπείας στο διάδρομο, όταν καθυστερώ
μήπως κι ακόμα μια φορά πετύχω να συντονιστώ
ανάμεσα σε δύο δεκανίκια, ένα άλλο χέρι πάνω στο δικό μου
κάθε κοινό τους γλίστρημα, κάθε σκουντούφλημα σε πέτρα
καταγραμμένα σαν παλμός στις ξύλινες λαβές.
Νά πώς αποδεικνύει η μεγάλη ποίηση ότι ένας πνευματικός και αισθητικός συγκλονισμός μπορεί να μεταμορφωθεί σε ενεργητική παρουσία, πώς η υπομονετική ανασκευή ενός νοητικού κόσμου μπορεί να αποτελέσει έρεισμα όχι μόνο της τέχνης αλλά και της ζωής. Και να, πώς η τελευταία συλλογή ενός σπουδαίου ποιητή καταφέρνει να μεταγράψει και να αναπλάσει δημιουργικά ένα μυθικό περιεχόμενο, για να συλλάβει τις οριακές καταστάσεις του ανθρώπινου όντος. Η συνομιλία με τον θάνατο, που διαπερνά όλα τα ποιήματα της “Ανθρώπινης αλυσίδας” είναι μια υποδειγματική Νέκυια: κλασική αρχαιότητα και σύγχρονος βίος συνδέονται εδώ σε μια κατάβαση στον Άδη που ανανοηματοδοτεί την ζωή. Λες και επαναλαμβάνει την Ηρακλείτια ρήση “Οδός άνω κάτω μία και ωυτή”, ο Σέιμους Χίνι αφουγκράζεται τους ψιθύρους των νεκρών του σαν ανάμνηση και σαν προετοιμασία για εκείνη την υπέρτατη και εξαιρετική στιγμή της βιοτικής μας διαδρομής, “κασετίνα του τίποτα και συνάμα καταφύγιο της ύπαρξης”, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, επικύρωση της περατότητας του επίγειου χρόνου μας και γι’ αυτό πηγή και
ουσία της ζωής.
“Δεν χωριζόμαστε παρά για να δεθούμε πιο πολύ, για να εναρμονιστούμε θεϊκότερα με όλα και με μας τους ίδιους”, λέει τη στιγμή του θανάτου η Διοτίμα του Χαίλντερλιν. “Πεθαίνουμε για να ζήσουμε”.
Πηγή : oanagnostis.gr
“Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο – ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαια λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός».
Όμως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή πατέρας μου
ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας». Όμως, θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων. Ο Ερμής με το καπέλο του, το κηρύκειο και τα σανδάλια, ήταν ίδιος με τον πατέρα μου, έναν κτηνοτρόφο, που κάθε εβδομάδα πήγαινε τα ζώα του στο παζάρι, φορώντας σανδάλια κι ένα πλατύγυρο καπέλο και κρατώντας πάντα μπαστούνι”.
Έτσι είχε αρχίσει την ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών ο Σέιμους Χίνι, καλεσμένος ανάμεσα σε άλλους Έλληνες και ξένους συγγραφείς στο συνέδριο με τίτλο “Η ελληνική εμπειρία” που είχε διοργανώσει η καθηγήτρια Κίρκη Κεφαλέα τον Φεβρουάριο του 2004 – κι έτσι τον γνώρισα: Προσηνή, γλυκύ, έναν σύγχρονο Ησίοδο που θεωρούσε αδιανόητο να απωλέσει κάποτε την ισχύ της η πρόκληση του ανθρωπισμού κι ίσως γι’ αυτό ανέτρεχε με κάθε ευκαιρία, στην κλασική γραμματεία, σε αναζήτηση της “ακάματης ενέργειας” και της δύναμής της, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει την σύγχρονη Ελλάδα και τους ποιητές της, για τους οποίους απερίφραστα δήλωνε ευγνωμοσύνη: “Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ΄50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από τον Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα· ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια χρόνια πριν· για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου· ευγνωμοσύνη για την αρκούδα του Σικελιανού στην Ιερά Οδό και για την κατσίκα του Ελύτη στον βράχο”.
Η αναγγελία του θανάτου του Σέιμους Χίνι ξανάφερε στο νου μου εκείνον τον Φεβρουάριο, τα στρογγυλά τραπέζια και τους περιπάτους, τις συζητήσεις και τα θορυβώδη δείπνα, αλλά και την πολύωρη επίσκεψη του Χίνι στο Μουσείο, όπου, καθώς θα εκμυστηρευόταν αργότερα, έμεινε ώρα πολλή μπροστά στον Ηνίοχο, έκθαμβος με την “πτυχή των χειλιών”, με την “ευγένεια του μετώπου”. Ανακαλώντας εκείνη τη συνάντηση, πήρα να ξεφυλλίσω την δωδέκατη και τελευταία του συλλογή: “Human chain”, Ανθρώπινη αλυσίδα, την τιτλοφόρησε ο ποιητής, ίσως γιατί οι σελίδες της εποικούνται από τα πρόσωπα που όρισαν τη διαδρομή του, εκδημήσαντες που ακόμα του γνέφουν, έναν χορό από ωσεί παρούσες, μα λαλίστατες σκιές. Κι εκεί, διαβάζοντας το ποίημα “Chanson d’ Aventure”, “Τραγούδι περιπέτειας”, ξαναβρήκα τον Ηνίοχο των Δελφών, μεταπλασμένο σε ποιητική ύλη, ανακαλούμενο μέσα στον πόνο της ανάκαμψης από το βαρύ εγκεφαλικό από το οποίο προσβλήθηκε ο Χίνι πριν από μερικά χρόνια. Είναι ένα ποίημα που περιγράφει το πλήγμα, την φρενιτιώδη μεταφορά του ποιητή στο νοσοκομείο, την εντατική, και τέλος την ανάταξη, την τελευταία φάση της “περιπέτειας”: εδώ είναι που ο Ηνίοχος αναδύεται εν είδει νοητικής βακτηρίας του ποιητικού υποκειμένου καθώς αυτό συνέρχεται και ξαναμαθαίνει να περπατά:
Τα έξι του άλογα, το άρμα του, φευγάτα
κουτσουρεμένο το αριστερό του χέρι
από καρπό που προεξέχει σαν ανοιχτός κρουνός
μπρούτζινα ηνία μετέωρα στο δεξί του, βλέμμα μπροστά,
άδειο όπως ο χώρος όπου θα’ πρεπε να’ ναι ζεμένα τ’ άτια,
Τα μάτια του ασάλευτα, στάση ευθυτενής σαν τη δική μου
την ώρα της φυσιοθεραπείας στο διάδρομο, όταν καθυστερώ
μήπως κι ακόμα μια φορά πετύχω να συντονιστώ
ανάμεσα σε δύο δεκανίκια, ένα άλλο χέρι πάνω στο δικό μου
κάθε κοινό τους γλίστρημα, κάθε σκουντούφλημα σε πέτρα
καταγραμμένα σαν παλμός στις ξύλινες λαβές.
Νά πώς αποδεικνύει η μεγάλη ποίηση ότι ένας πνευματικός και αισθητικός συγκλονισμός μπορεί να μεταμορφωθεί σε ενεργητική παρουσία, πώς η υπομονετική ανασκευή ενός νοητικού κόσμου μπορεί να αποτελέσει έρεισμα όχι μόνο της τέχνης αλλά και της ζωής. Και να, πώς η τελευταία συλλογή ενός σπουδαίου ποιητή καταφέρνει να μεταγράψει και να αναπλάσει δημιουργικά ένα μυθικό περιεχόμενο, για να συλλάβει τις οριακές καταστάσεις του ανθρώπινου όντος. Η συνομιλία με τον θάνατο, που διαπερνά όλα τα ποιήματα της “Ανθρώπινης αλυσίδας” είναι μια υποδειγματική Νέκυια: κλασική αρχαιότητα και σύγχρονος βίος συνδέονται εδώ σε μια κατάβαση στον Άδη που ανανοηματοδοτεί την ζωή. Λες και επαναλαμβάνει την Ηρακλείτια ρήση “Οδός άνω κάτω μία και ωυτή”, ο Σέιμους Χίνι αφουγκράζεται τους ψιθύρους των νεκρών του σαν ανάμνηση και σαν προετοιμασία για εκείνη την υπέρτατη και εξαιρετική στιγμή της βιοτικής μας διαδρομής, “κασετίνα του τίποτα και συνάμα καταφύγιο της ύπαρξης”, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, επικύρωση της περατότητας του επίγειου χρόνου μας και γι’ αυτό πηγή και
ουσία της ζωής.
“Δεν χωριζόμαστε παρά για να δεθούμε πιο πολύ, για να εναρμονιστούμε θεϊκότερα με όλα και με μας τους ίδιους”, λέει τη στιγμή του θανάτου η Διοτίμα του Χαίλντερλιν. “Πεθαίνουμε για να ζήσουμε”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου