Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΕΛΦΙΚΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑ, "ΗΤΤΩ ΥΠΕΡ ΔΙΚΑΙΟΥ"


Τα Δελφικά Παραγγέλματα -ή και Πυθίας Γράμματα- αδιαμφισβήτητα αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν σε εποχές πολύ διαφορετικές πολύτιμες παρακαταθήκες ηθικής και αρετής.
Η φράση του Παυσανία στα Φωκικά του «Εν δε τω προνάω τα εν Δελφοίς γεγραμμένα εστιν ωφελήματα ανθρώποις» είναι χαρακτηριστική της αξίας που έδιναν οι πρόγονοί μας στις «εντολές», στους κανόνες του δικού τους πολιτισμού και της δικής τους ανώτερης θεώρησης των πραγμάτων.

Και είναι προφανές πως αυτές οι ηθικές παραινέσεις αν και μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εντολές», ποτέ δεν απέκτησαν αυτόν τον χαρακτήρα ούτε καλύφθηκαν από κάποιο θρησκευτικό μανδύα , κι ας ήταν χαραγμένες στον πρόναο του ιερού ενός θεού.
Το «Γνώθι σαυτόν» και το «Μηδέν άγαν», κατά γενική παραδοχή, είναι τα κορυφαία παραγγέλματα τόσο για το συμπυκνωμένο τους νόημα, μέσα από μόλις δύο λέξεις το καθένα, όσο και για το είδος του μηνύματος που μεταφέρουν. Αποτελούν χωρίς λεκτικές υπερβολές τους ακρογωνιαίους λίθους της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και της κοινωνικής συνύπαρξης, ολόκληρου του οικοδομήματος του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Το παράγγελμα που κατά τη γνώμη μου αξίζει μεγαλύτερης προσοχής και θεωρώ πως η θέση που του ταιριάζει είναι στην κορυφή μαζί με τα άλλα δύο είναι το «Ηττώ υπέρ δικαίου».
Και αυτό για δύο λόγους. Γιατί δηλώνει τη θέση που οφείλουμε να έχουμε απέναντι στο μεγαλύτερο αγαθό, αυτό της δικαιοσύνης και γιατί η λιτότητα της έκφρασής του, και η αριστοτεχνική του δομή μαρτυρούν περισσότερα από όσα φαίνονται.

Το «Ηττώ υπέρ δικαίου» παραγγέλει στον λήπτη του μηνύματος να ηττάται χάριν του δικαίου, της δικαιοσύνης. Όμως ανακύπτουν κάποια ερωτήματα:

Γιατί με αυτή τη μορφή της προστακτικής επιλέχθηκε το επίρρημα «υπέρ» και όχι κάποιο που να δηλώνει αυτή την υποταγή στις αρχές του δικαίου;
Το «υπο» λ.χ (ηττώ υπο δίκαιον) δεν θα δήλωνε ότι το άτομο τίθεται κάτω από τους νόμους της δικαιοσύνης; ‘Η το «ένεκα» (ηττώ ένεκα δικαίου) δεν θα ήταν αρκετά σαφές ως προς το τι εννοεί; Δηλαδή την αιτία (ένεκα=εξ αιτίας, να ηττάσαι εξ αιτίας του δικαίου) ή τον σκοπό (ένεκα=για, να ηττάσαι για το δίκαιο).

Πως μπορεί να συνδυαστεί το «υπέρ» που χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τον αγώνα και τη μάχη για κάποιο ανώτερο ιδανικό (υπέρ βωμών και εστιών, υπέρ πίστεως και πατρίδος, υπέρ ειρήνης, κλπ) με το παθητικό ρήμα «ηττώμαι» που άμεσα καταρρίπτει το θετικό πνεύμα που πρέπει να απορρέει από μια παραίνεση ηθικής τάξεως;

Και γιατί επιλέχθηκε το ρήμα ηττώμαι στην εκφορά του παραγγέλματος και όχι κάποιο άλλο που να δηλώνει την υποταγή στους νόμους του δικαίου;
Στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι υπάρχουν και άλλα Δελφικά παραγγέλματα σχετικά με το δίκαιο όπως λχ: «Πράσσε δίκαια» ή «’Αδικα φεύγε».

Είναι προφανές πως δεν υπάρχει ενεργητική φωνή στο ρήμα «ηττώμαι». Και αυτό γιατί η όποια ήττα προέρχεται από κάποια εξωτερική αιτία ή παράγοντα που βρίσκεται σε αντίθεση με το υποκείμενο του ρήματος (εσύ-αυτός , εσείς-αυτοί).

Επομένως «εγώ ηττώ», που να δηλώνει πως εγώ, με δική μου βούληση και δικές μου ενέργειες αποφασίζω να ηττηθώ, δεν υπάρχει.

Το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται η εντολή πρέπει να ηττηθεί (ηττώ, β’ ενικό πρόσωπο προστακτικής με τη σημασία «εσύ να ηττάσαι») και ο συντάκτης του μηνύματος είναι σαφής σε αυτό, αν και η ελληνική γλώσσα του δίνει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει μια ποικιλία συνδυασμών.
Ενας δόκιμος τύπος θα μπορούσε να σχηματιστεί με τη χρήση της παθητικής φωνής του ρήματος «νικώ» που είναι «νικώμαι» . Δηλαδή το «νικώμαι υπέρ δικαίου» ή «νικώμαι υπό δικαίου» ίσως εξυπηρετούσε καλύτερα τον σκοπό του παραγγέλματος αλλά… η αντίστοιχη προστακτική του νικώμαι σχηματίζεται ως «νικώ» (Β’ ενικό πρόσωπο, δηλ. εσύ νικώ –στα νέα ελληνικά : εσύ να νικιέσαι) που είναι ακριβώς το ίδιο με το πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής (εγώ νικώ, πχ στη μάχη).

Τι απήχηση στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης του παραλήπτη θα είχε το «νικώ υπέρ δικαίου»;
Πως θα εκλάμβανε ένα ρήμα που θα μπορούσε να σημαίνει πως ο,τι και να γίνει, άκοπα και αβίαστα, «εγώ νικώ» αντίστοιχο με το «εγώ εσθίω», το «εγώ ιππεύω», «εγώ ορώ».

Και πως μπορεί να νικά κάποιος πριν καν αρχίσει να μάχεται; Αλλά ούτε ως «μάχου υπέρ δικαίου» εκφράστηκε το παράγγελμα από τον σοφό της αρχαιότητος.
Και δεν χρησιμοποιήθηκε κανένα άλλο ρήμα αντί του «ηττώμαι» γιατί αυτό που έπρεπε να δηλωθεί με σαφήνεια και να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από τον λήπτη της εντολής είναι πως πρέπει να ηττηθεί ο ίδιος.
Το παράδοξο εδώ είναι πως έχουμε «ήττα» χωρίς να υπάρχει αντίπαλος, όπως θα δήλωνε το «ηττώ υπο δικαίου».
Ο αντίπαλος τότε που θα υποχρέωνε σε ήττα θα ήταν το ίδιο το δίκαιο και αυτό θα ήταν το ηθικά σωστό.
Αλλά το «υπέρ» που χρησιμοποιεί η σοφός φανερώνει ενέργεια του υποκειμένου. Ενεργεί «υπέρ» του δικαίου.

Όπως και επίσης παθαίνει «υπέρ δικαίου» αφού ηττάται.
Και πως γίνεται να μάχεσαι υπέρ ενός σκοπού ή ιδέας και συνάμα να ηττάσαι για χάρη αυτού του σκοπού-ιδέας;

Ποιός είναι ο αντίπαλος;
Αυτό είναι που θέλει να υποβάλει στον παραλήπτη του μηνύματος ο σοφός συντάκτης του παραγγέλματος και να τον κάνει να κατανοήσει πως ο αντίπαλος που πρέπει να ηττηθεί είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Το μεγάλο “εγώ”. Η αλαζονική συμπεριφορά , το προσωπικό συμφέρον, οι αθέμιτες επιδιώξεις που δεν συμβαδίζουν με το κοινό καλό, με τους νόμους, γραπτούς και άγραφους, μιας κοινωνίας.

Και το «υπέρ» σημαίνει κυρίως την συνειδητή προσωπική μας επιλογή να υποτάξουμε το ιδιωτικό μας συμφέρον και να εντάξουμε τον εαυτό μας και τις ενέργειές μας μέσα στο γενικότερο πλαίσιο δικαιοσύνης που οφείλει μια κοινωνία να ακολουθεί για να προοδεύει με ειρήνη και ισορροπία. Σημαίνει την προσωπική ευθύνη που έχει ο καθένας χωριστά.

Μια ευθύνη που είναι ανώτερη ποιοτικά απο άλλες ευθύνες και υποχρεώσεις ενός πολίτη. Γιατί, σαν εσωτερική συνειδητή επιλογή, προηγείται απο την ανάγκη υπακοής στους θεσπισμένους νόμους κάτω απο την απειλή της όποιας ποινής.

Γι αυτό το “Ηττώ υπέρ δικαίου” αποτελεί την κορυφαία ηθική παραίνεση για τον άνθρωπο ως κοινωνικό όν σε όλες τις εποχές και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
 © Γιάννης Χριστόπουλος, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου