Μια άγνωστη ιστορία της εποχής του Όθωνος απο τους Δελφούς (Καστρί)
Ο Γάλλος
ακαδημαϊκός Γκεμπάρ, επισκεφθείς κατά
το 1862 την Ελλάδα και μεταβάς εις τους
Δελφούς, έγραψε κατόπιν τας εντυπώσεις
του, οι οποίες δίδουν μια ζωντανή εικόνα
της ρομαντικής εκείνης εποχής και
παρουσιάζει τα διάφορα μέρη της Στερεάς
Ελλάδος, με μια δύναμη περιγραφής
πρωτοφανή. Οι αναγνώστες της «Κυριακάτικης»*
ας απολαύσουν και ας ταξιδεύσουν λίγο,
νοερώς, εις άλλες εποχές και άλλους
τόπους.
(* Η ιστορία δημοσιεύθηκε στην "Κυριακάτικη" της εφημερίδας "Βραδυνή" τον Φεβρουάριο του 1926)
Ήταν
άνοιξη του 1862. Ο Βέπερ πήγαινε εις τους
Δελφούς, για να λάβει αντίγραφα των
επιγραφών που ήσαν χαραγμένες εις τα
θεμέλια του ναού. Τον συνόδευα με δύο
εταίρους της Σχολής. Είμεθα πολύ νέοι
και πολύ εύθυμοι.
Τι
θαυμάσιος καιρός και πόσο τρελή η διάβασή
μας από τον Ισθμό, με ένα αρχαϊκό άρμα,
που εδώ το λένε «σούστα». Το μειδίαμα
των κόλπων της Ναυπάκτου, η επιβλητική
χάρις του Κιθαιρώνος, η Σικυών αναπαυομένη
μέσα στα φρεσκόφυλλα αμπέλια της, η
λεπτή και ευγενής άποψη των ορέων της
Φωκίδος, η μελαγχολική σοβαρότητα των
ορέων της Αρκαδίας!
Αποβιβασθήκαμε
εις το επίνειο των Σαλώνων και κάμαμε
ένα γύρο για να επισκεφθούμε την Ακρόπολη
της Αμφίσσης, εις τας υπωρείας του
Παρνασσού, ανεβήκαμε το βουνό και το
βράδυ βρεθήκαμε πολύ υψηλά εις το όρος.
Εζητήσαμε φιλοξενία εις το Μοναστήρι
του Προφήτη Ηλία. Μόλις δειπνήσαμε, μια
κραυγή ακούστηκε στη θύρα :
-
Φωτιά ! Φωτιά !
Είχε
πιάσει μια πυρκαϊά, πραγματικώς,
περίεργος. Είχε πιάσει ένας εξώστης
ξύλινος, εις την εσωτερική πρόσοψη της
Μονής και φλόγες έλαμπαν στη σκοτεινή
νύχτα, ενώ πάνω εις τον ουρανό, άλλες
πυρκαϊες φούντωναν. Θύελλα είχε εκραγεί
και αστραπές φώτιζαν τον κόσμο και
βροντές κατρακυλούσαν από τις βουνοκορφές.
Άμα
εσβέσθη η πυρκαγιά ο ηγούμενος μας
οδήγησε σε έναν άλλον κοιτώνα. Για να
περάσουμε, αναγκαστήκαμε να πατήσουμε
εις ένα πάτερο που εκαίετο ακόμα, και
γινότανε σιγά-σιγά στάχτη. Όταν μπήκαμε
εις τον ξενώνα, κάτι σκληρά στρώματα,
σαν παραγεμισμένα με κομμάτια ξύλου,
μας περίμεναν. Τα παράθυρα του δωματίου
άνοιγαν απάνω εις έναν κρημνό, εις το
βάθος του οποίου έρρεε ένας χείμαρρος.
Λίγο παρέκει, μια δυστυχής τρελή, δεμένη
εις την πόρτα της εκκλησίας, εξερεθισμένη
από τις φλόγες της πυρκαγιάς έβγαζε
άγριες φωνές, τις οποίες απέδιδε αμέσως
η ηχώ των θόλων της Μονής…
Το
τρομακτικό μεγαλείο της θύελλας εκεί
απάνω, το άγριο και απότομο της φύσεως,
οι φωνές της τρελής και η πυρκαγιά μας
είχε σφίξει την καρδιά με έναν τρόμο
άγνωστο, μυστηριώδη !..
-
Εις τους Δελφούς.
Από
της 5 το πρωί, κουρασμένοι από μια άσχημη
νύχτα, καβαλικεύσαμε στα μουλάρια και
με βαρύ κεφάλι από την αγρυπνία,
ανεβαίνουμε σιγά-σιγά εις τους Δελφούς.
Το μεσημέρι, ταλαντευόμενοι από το
ρυθμικό βήμα των ζώων μας, φθάσαμε εις
τον δρόμο του Καστριού, όπως ονομάζεται
σήμερα η μεγάλη των Εθνικών μητρόπολις.
Ψυχή
δεν υπήρχε εις τον γεμάτο σκόνη δρόμο,
που ένας ζεστός ήλιος τον είχε ανάψει.
Μερικά αδύνατα σκυλιά, ξαπλωμένα σε
μέρη που εύρισκαν λίγη σκιά, σήκωναν
μουρμουρίζοντας το ρύγχος των, προς
ημάς. Ένα γαϊδουράκι με το δέρμα γεμάτο
σημάδια, με κομμένο το ένα αυτί, έτριβε
την μούρη του εις τα γεμάτο επιγραφές
ιερό μάρμαρο.
Εις
την άκρη του δρόμου, φαινότανε το
Μοναστήρι, που μας φιλοξένησε στο Καστρί, οικοδόμημα
παμπάλαιο, εκτεθειμένο εις τους ανέμους
ξηράς και θαλάσσης, κατοικούμενο από
ένα μόνον καλόγηρο και τον «υποτακτικό»
του, ένα ωχρό παιδί, με τα μαλλιά μακριά,
πλεγμένα σε κοτσίδα, σαν των κοριτσιών,
«υποτακτικός» και «αναγνώστης» συγχρόνως,
που λέει όλους τους ψαλμούς.
Αφού
ρίξαμε μια ματιά εις τα αρχαία, κατόπιν
πέσαμε να ξεκουραστούμε εις την πρασινάδα,
κάτω από τις μουριές και παρά τον ρύακα
του Πλείστου. Τρείς τέσσαρες χωριάτες,
που συναντήσαμε εδώ κι εκεί, μας χαιρέτισαν
ψυχρά και μας κοίταζαν με ένα βλέμμα,
που δεν είχε καμία προσήνεια και
φιλοφροσύνη.
Δειπνήσαμε
μαζί με τον καλόγηρο, εις το ύπαιθρο,
εις την εσωτερική αυλή της μονής, που
εξελέγξαμε για διαμονή μας, όσες μέρες
θα μέναμε εκεί. Από μια τρύπα του
αυλοτοίχου της, εφαίνετο, κάτω μακριά,
κυανά τα όρη της τόσον προσφιλούς εις
τον Ερμή Αρκαδίας.
-
Ο δεσπότης βασιληάς
Ο
καλόγηρος, ο συντροφεύων ημάς ήταν
λαμπρός άνθρωπος. Μιλούσαμε για την
πυρκαγιά του Προφήτου Ηλιού, του ήλιου,
δηλαδή, του φωτοδότου αυτού συμβόλου
του Απόλλωνος. Δεν μπορούσαμε να την
εξηγήσουμε :
-
Αυτό είναι σοβαρό, μας είπε, με μια σιγανή
φωνή, έχετε ένα μεγάλο εχθρό εδώ. Τον
δεσπότη του Παρνασσού, τον κύριο της
Φωκίδος. Εδώ εις το Καστρί, αυτός είναι
ο βασιλεύς και όχι ο Όθων. Δεν αγαπά
διόλου τους αρχαιολόγους, τους περιέργους
αυτούς ανθρώπους, που ξεσκαλίζουν τα
υπόγεια των αρχαίων οικιών. Ποτέ, εκτός
εάν έχεις επιστολή από τον βασιλέα
Όθωνα, και καμιά δεκαριά χωροφύλακες
μαζί σου, η Τριανταφυλλένια δεν θα σας
ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της.
-
Και ποια είναι αυτή, η Τριανταφυλλένια;
-
Μια μάγισσα, που έχει το σπιτάκι της,
εκεί στη μέση του δρόμου, που είναι τα
πολλά τα μάρμαρα. Είναι Τουρκικής
καταγωγής. Αγρυπνά πάντα, με πόρτες και
παράθυρα κλειστά, και δεν αφήνει κανένα
να μπει και ν’ ανακαλύψει τα μυστήρια
που κρύβονται εκεί μέσα. Τι μυστήρια
είναι, κανείς δεν ξέρει!.. Πολλά λένε…
Ένας δικηγόρος από την Άμφισσα, μου
έλεγε, ότι το μικρότερο από τα μυστήρια
που γίνονται εκεί μέσα, είναι τα κίβδηλα
τα τάλληρα. Αλλά καλά θα κάνει κανείς
αυτά να μη τα λέει… Εκεί καμιά φορά
βλέπει κανείς και τον «Κόκκινο Διάκο»…
-
Πως είπατε; Τον Κόκκινο διάβολο;
-
Τον «Κόκκινο Διάκο». Τον περίφημο κλέφτη
τον Βασίλη. «Κόκκινος Διάκος» είναι το
παρανόμι του. Κι έτσι τον ξέρουν από τον
Παρνασσό έως τον Κιθαιρώνα και από την
Λειβαδιά έως το Μεσολόγγι!..
Ο
«Κόκκινος Διάκος» είναι Ηπειρώτης. Πριν
ήτανε καλόγηρος… Αποστάτησε όμως από
την εκκλησιά… Τώρα είναι γέρος, πια.
Αλλά ίσιος σαν το έλατο και γερό ακόμη
παλληκάρι, με δυό μάτια ζωηρά, που
σημαδεύουν εδώ και δυο μίλια αλάργα το
αγριογούρουνο ή και τον άνθρωπο και
ποτέ του δεν λαθεύει…
Ο
Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίνων, τον είχε
διορίσει διάκο εις την μικρή εκκλησία
του Αγίου Αθανασίου. Ο παπάς της εκκλησίας
εκείνης είχεν ένα πολύ όμορφο κορίτσι,
που ο διάκος θέλησε για να το ξελογιάσει.
Ο παπάς φοβέρισε τον Βασίλη, ότι θα τον
τιμωρήσει κανονικά και του επέβαλε
«ποινή».
Τρείς
ημέρες έπειτα ήταν η εορτή των
Χριστουγέννων. Κόσμος πολύς ήταν στη
λειτουργία τα μεσάνυχτα. Έκλεισε η Αγία
Πύλη, δια ν’ αναγγελθεί το Θείο μυστήριο
της Γεννήσεως. Έξαφνα αντί ν’ ακούσει
το εκκλησίασμα τους ύμνους της Γεννήσεως,
ακούστηκε από μέσα ένα μουγκρητό, ένα
βογγητό, και κάτι σαν να έπεσε βαρύ, κάτω
στην πλάκα. Έπειτα άνοιξε απότομα η
Ωραία Πύλη και ο Διάκος με τα λευκά του
άμφια καταματωμένος, βγήκε σιγά-σιγά
και με σκυφτό κεφάλι. Όλοι οι Χριστιανοί
μαρμάρωσαν στις θέσεις τους…
Ο
Διάκος άμα έφθασε εις την θύρα της
εκκλησιάς έβγαλε τα ιερά του άμφια κι
έγινε άφαντος στης νύχτας το σκοτάδι.
Έπειτα κανείς δεν τον ξαναείδε εις τα
Γιάννενα. Φαίνεται ότι διάβηκε τα
Ελληνικά σύνορα, χωρίς να τον καταλάβουν
ή να τον εμποδίσουν οι Οθωμανικές
στρατιωτικές αρχές, έμεινε κάμποσο
καιρό στη Ναυπακτία, πέρασε στο Λοιδωρίκι
και εστάθηκεν εις την Φωκίδα. ‘Έπειτα
ανέβηκε στον Παρνασσό και εσχημάτισε
μια ληστοσυμμορία που τρόμαξε όλον τον
κόσμο εδώ γύρω, όσο παίρνει το μάτι σου…
-
Ο «Κόκκινος Διάκος»
Κλοπές,
φόνοι, λύτρα, δώρα, φόροι υποτελείας -
εξακολούθησεν ο καλόγηρος, με σιγανή
φωνή, ενώ γύρω μας ήταν μια βαριά σιωπή,
που έκανε να τρέμουν οι καρδιές μας και
στο πήδημα ακόμα μιας μικρής ακρίδος –
τον έκαμαν να γίνει πάμπλουτος. Ούτε η
χωροφυλακή τολμούσε πια να τον προσβάλει.
Έπειτα αύξησε την συμμορία του με
κακούργους Αρβανίτες που έφερε από την
Ήπειρο, και Τούρκους λιποτάχτες. Μη σας
φαίνεται παράξενο. Είχε ανταπόκριση
και με τας στρατιωτικάς αρχάς των Τούρκων
εις την Ήπειρο και τ’ όνομά του έφθανε
και έως την Αυλώνα!..
Επενέβη
έπειτα και εις την πολιτική του τόπου.
Συνεμάχισε μ’ έναν από τους αρχηγούς
των κομμάτων, που πολεμούσανε τον Όθωνα
κι εκηρύχθει κι αυτός κατά της βασιλείας
και υπέρ των Συνταγματικών του λαού
ελευθεριών…
Τις
εκλογές, αυτός τις έκανε εδώ πέρα. Ποιος
τολμούσε να ψηφίσει πολιτικό, αντίθετο
του κόμματος που υποστήριζε.
Εκείνος
πάλι του υπεσχέθη αμνηστία και θέση !
-
Και θέση !..
-
Μη σας φαίνονται παράξενα. Αυτά γίνονται
εις τον τόπο μας! Και να δείτε, πρόσθεσε
ο μοναχός, την ημέρα που θα πέσει ο
Βαυαρός, και αυτή η ημέρα δεν θ’ αργήσει,
θα δείτε να τρέξουν εις τα περίχωρα των
Αθηνών, κάτω από τις ελιές του Κηφισού
και στις υπώρειες του Υμηττού, ή να
στρατοπεδεύσουν κάτω από την Ακρόπολη,
τα άτακτα αυτά στίφη, με τις κάπες των
που είναι από τρίχες αιγών, μορφές
θηριώδεις και βάρβαρες, που περιμένουν
να σημάνει η στιγμή της αρπαγής και της
λεηλασίας!
Εκείνη
την ημέρα – να το θυμάστε – που θα
καταργηθεί το πολίτευμα ο Βασίλης ο
«Κόκκινος Διάκος» θα γίνει βουλευτής!
Κι
αλλοίμονο στους παπάδες και στους
καλογέρους, σαν γλιστρήσει κι αυτός
μεταξύ εκείνων που θα φτιάσουν το νέο
πολίτευμα του τόπου!..
-
Η Τριανταφυλλιά
Εις
τους Δελφούς τότε ζούσε ένας
Γέρο-Χριστόδουλος, καλός νοικοκύρης, ο
οποίος είχε τρία σπίτια, κοντά εις το
μεγάλο τείχος των Δελφών και ένα κορίτσι
φιλάσθενο και ισχνό.
Ο
Βασίλης ενυμφεύθη το κορίτσι, έθαψε το
γρηγορότερο τον πεθερό του, ο οποίος
ένα βράδυ που ήτανε ομίχλη, έπεσε πάρα
πολύ άσχημα, από πάνω από τους βράχους
των Φαιδριάδων. Η γυναίκα του πέθανε
τον επόμενο μήνα από φυσικό θάνατο, και
του άφησε ένα κοριτσάκι, την Κλυταιμνήστρα,
όνομα τραγικό.
Ο
Βασίλης έδωκε το παιδί σε μια γυναίκα
στην Αράχωβα να το αναθρέψει. Η γυναίκα
αυτή είναι η Τριανταφυλλιά, η σημερινή
(τότε) μάγισσα των Δελφών, η οποία από
τότε είχε φήμη ότι ήταν συγγενής του
διαβόλου και φαρμακεύτρια.
Όταν
η Κλυταιμνήστρα έγινε δεκαπέντε ετών,
ο Διάκος είχε πιάσει σχέσεις με ένα
ηλίθιο και φιλάσθενο νέο από την Λειβαδιά,
εις τον οποίον ο πατέρας του είχε αφήσει
κληρονομιά, κτήματα, χωράφια και δάση
τριγύρω εις την λίμνη της Κωπαΐδας. Τον
λέγανε Ορέστη.
Μια
νύχτα, λοιπόν, χειμωνιάτικη…
Ο
καλόγηρος σταμάτησε, λέγει ο Γκεμπάρ.
Έριξε ένα βλέμμα εις την αυλή της μονής
και γύρω από την ανοιχτή την τρύπα, του
αυλότοιχου, προς το μέρος του κόλπου,
έστειλε τον υποτακτικό του, με τις
κοριτσίστικες πλεξούδες, να φέρει λίγο
νερό φρέσκο από την πηγή των Μουσών και
φύσηξε, για να ξεφτυλίση, την μικρή
χαλκωματένια λάμπα, που μας φώτιζε, και
πλησίασε περισσότερο προς ημάς,
εξακολούθησε την διήγησή του με φωνή
ακόμα πιο χαμηλή :
-
Ήταν στα χρόνια του Σπυρίδωνος του
καλογέρου, που ήταν εδώ πριν γίνω
καλόγερος εγώ. Εγώ ήμουν τότε «υποτακτικός».
Θα είναι από τότε παραπάνω από 20 χρόνια.
Μου φαίνεται όμως σαν να έγινε ακόμα
χθες, τόσο ζωηρά που το θυμάμαι.
-
Ο μαύρος γάμος
Μια
νύχτα λοιπόν, χειμωνιάτικη, έξω χιόνιζε
παχιά και μια θύελλα αναστάτωνε τον
κόσμο, ακούσαμε δυνατούς βρόντους εις
την πόρτα μας. Ο Σπυρίδων σηκώθηκε για
ν’ ανοίξει. Μπήκαν μέσα στην αυλή πέντε
ή έξι ληστές. Ο «Κόκκινος Διάκος» ήτανε
μαζί τους. Επάνω εις το μουλάρι ήταν
δεμένη η κόρη του η Κλυταιμνήστρα. Πίσω
ερχόταν ο Ορέστης, εις το μέσον δυο
Αλβανών γιομάτων από γιαταγάνια και
χαντζάρια… Γιατί σας είπα πως ο Βασίλης
είχε και Αλβανούς στη συμμορία του και
Τούρκους ακόμα, λιποτάχτες από τα σύνορα.
Ο
Βασίλης διέταξε τότε τον καλόγερο :
-
Άναψε τα κεριά στην εκκλησιά σου, γρήγορα.
Τρέμοντας
από το κρύο και από τον φόβο, έτρεξα ο
ίδιος και ετοίμασα την εκκλησία. Η
συμμορία στάθηκε εμπρός εις την Ωραία
Πύλη. Ο Βασίλης έβγαλε από το «σελάχι»
του χαρτί, καλαμάρι και πέννα και είπε
στον Ορέστη :
-
Υπόγραψε.
Ο
Ορέστης υπέγραψε χωρίς να το διαβάσει.
Γελούσε σαν χαζός και έτρεμε.
-
Τώρα, είπε ο «Κόκκινος Διάκος» κτυπώντας
στον ώμο τον καλόγερο, πάντρεψε τα
παιδιά.
Ο
Ορέστης όλο και χαμογελούσε.
Η
Κλυταιμνήστρα παρακαλούσε, έκλαιγε και
προσπαθούσε για να φύγει, ο πατέρας της
όμως την αγριοκοίταξε και αυτή γονάτισε,
κίτρινη σαν το θειάφι.
Ο
Σπυρίδων είπε τρεχάτα τις ευχές από
πάνω από τα κεφάλια των παιδιών αυτών
και η συμμορία έφυγε μέσα στο χιόνι και
στη θύελλα, σιωπηλή, τραβώντας κατά
πάνω, προς το δρόμο της Αράχωβας.
-
Ματωμένο Πάσχα
Ο
γάμος αυτός δεν είχε καλό τέλος. Την
Λαμπρή, ενώ οι νέοι του Καστριού, έριχναν
πιστολιές για να γιορτάσουν την Ανάσταση,
μια σφαίρα βρήκε τον Ορέστη εις το μέτωπο
καθώς καθότανε στην πόρτα του σπιτιού
της γυναίκας του, και τον άφησε στον
τόπο. Ούτε «γκίχ» δεν έκαμε!
Δια
του συμβολαίου που είχε υπογράψει εις
το Μοναστήρι, τη νύχτα του περιέργου
γάμου, άφηνε εις την γυναίκα του όλη την
μεγάλη του περιουσία…
Τότε
ο Βασίλης έφερε εις τους Δελφούς την
Μάγισσα Τριανταφυλλιά.
Η
Κλυταιμνήστρα πέθανε σιγά-σιγά στα
χέρια της Μάγισσας και ο πατέρας της
την έθαψε βιαστικά-βιαστικά, κάτω από
τον τοίχο του Απόλλωνος.
Αυτή
είναι κύριοι η ιστορία του «Κόκκινου
Διάκου». Είμαι βέβαιος ότι η φωτιά που
έπιασε στο Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού,
εψές το βράδυ, ήτανε βαλτή. Ήθελε να σας
κάψει – Γιατί; Ποιος ξέρει! Οπωσδήποτε
όμως λάβετε τα μέτρα σας. Μην αγγίξετε
το αρχαίο υπόγειο ποτέ και μην ζητήσετε
να μπείτε στο άντρο της Μάγισσας.
-
Ποιες είναι οι σχέσεις του με την
Τριανταφυλλιά;
-
Μυστήριο! Κανείς δεν το έμαθε ποτέ.
Κανείς τίποτε δεν λέγει.
Έπειτα
από λίγες μέρες φύγαμε από τους Δελφούς.
Πήγαμε προς την Βοιωτία από την απαίσια
ατραπό που ο Οιδίπους φόνευσε τον πατέρα
του τον Λάιο, δια της Χαιρωνίας και της
Λεβαδείας.
Μετά
ενάμιση μήνα επέστρεψα εις τους Δελφούς
με μεγάλη συνοδεία, με τον πρεσβευτή
της Γαλλίας κ. Μπουρέ και με το επιτελείο
της «Ευμενίδος».
Ο
Παρνασσός γιόρταζε.
Ο
Δήμαρχος Καστριού και ο Έπαρχος Αμφίσσης,
μας υποδέχθηκαν στην είσοδο του χωριού.
Γευματίσαμε φαιδρά, εις τον ανθοστολισμένο
κήπο της Τριανταφυλλιάς, όπου πολλά
παλικάρια με τις κάτασπρες φουστανέλες
τους χόρευαν Εθνικούς Ελληνικούς χορούς
και έπιναν ένα άσπρο και πικρό κρασί,
που είχε το χρώμα της σαμπάνιας.
Τα
μεσάνυχτα φύγαμε από το μεγάλο εκείνο
σπίτι που μας δέχτηκαν οι Ελληνικές
αρχές. Εις την πόρτα του πλουσίου άντρου
της Μάγισσας μας περίμεναν ημίονοι
στολισμένοι με φούντες και κορδέλες
χρωματιστές, σαν να ήμαστε Ρωμαίοι
αυτοκράτορες.
Ο
φίλος μου καλόγερος, ήταν εκεί. Θυμήθηκα
τον Καπετάν-Βασίλη και τον πλησίασα.
-
Εδώ δεν είναι το σπίτι της Μάγισσας;
-
Ναι!
-
Εξακολουθεί να απαγορεύεται η είσοδος;
-
Βέβαια. Λένε ότι αυτού έχει ο ληστής
τους θησαυρούς του, κάτω στα υπόγεια
του Απόλλωνος, στην καπνισμένη οπή της
παλιάς Πυθίας.
Φύγαμε.
Εις
την είσοδο της φοβερής ατραπού, εις τους
πρόποδες του Παρνασσού, ένας παλικαράς
με χρυσή φέρμελη και χρυσό σελάχι, μέσα
στο οποίο φαντάζουν δυο μακριά πιστόλια
ασημένια προσέφερε με μεγάλη αξιοπρέπεια,
ανθοδέσμη με ρόδα εις τον Πρέσβη της
Γαλλίας.
Ο
φίλος μας καλόγερος, ο οποίος ήλθε να
με βοηθήσει να περάσω το χαλινάρι, μου
σφύριξε στ’ αυτί :
-
Ιδέ καλά αυτόν τον άνθρωπο και μην
λησμονάς το πρόσωπό του, είναι ο
«Κόκκινος
Διάκος»!...
_________________________________
*Σημειώσεις της εφημερίδας -εισαγωγή στο Β' μέρος της ιστορίας- βασισμένες στα γραπτά του Γκεμπάρ που δίνουν και την κατάληξη της ληστρικής ζωής του Κόκκινου Διάκου:
Από
μια περιοδεία, του Γάλλου Ακαδημαϊκού
Γκεμπάρ, γενομένη κατά το 1862, εις την
Στερεά Ελλάδα και ιδίως εις τους Δελφούς,
μαθαίνουμε μια περίεργη ιστορία, περί
ενός Διάκου εξ Ιωαννίνων, Βασίλη
ονομαζόμενου ο οποίος φονεύσας τον
ιερέα του εκεί ναού του Αγίου Αθανασίου,
κατέφυγε εις την Ελλάδα, ανακηρυχθείς
εις αρχιληστή του Παρνασσού, τρομοκρατήσας
ολόκληρο την Στερεά Ελλάδα και αποκτήσας
εις το τέλος και … πολιτική επιρροή.
Ήτο
γνωστός υπό το όνομα : «Ο Κόκκινος
Διάκος». Εις τον ακαδημαϊκό έκαμε
εντύπωση και μια μάγισσα Τριανταφυλλένια
ονομαζόμενη, η οποία είχε στήσει το
άντρον της επί των ερειπίων των Δελφών,
και δεν εδέχετο πελάτες, παρά μόνον εάν
είχαν συστατική επιστολή της αυλής του
Βασιλέως Όθωνος, ή διαταγή του Αυτοκράτορα
του Παρνασσού… Βασίλη.
Ο
διάκος των Ιωαννίνων και Καπετάν-Βασίλης
των Δελφών, όταν έγινε κάτοχος αρκετά
στρογγυλής περιουσίας – αυτά τα γράφει
ο Γκεμπάρ, κατά την διήγηση του καλογέρου
της Μονής Προφήτου Ηλιού – κατέθεσε τα
χρήματά του εις τας τράπεζας της Ζακύνθου
και της Κερκύρας και απεφάσισε να γίνει
τίμιος και ήσυχος πολίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου