Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟ 1949



Περιγραφή του Γάλλου αρχαιολόγου Georges Roux που παρουσιάζει "εικόνες" απο την Ελλάδα και τους Δελφούς του εμφύλιου πολέμου (Απο την έκδοση : Δελφοί - Αναζητώντας το χαμένο Ιερό)

Εφτασα στους Δελφούς το Μάιο του 1949. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει και οι Δελφοί έμοιαζαν να βρίσκονται στην άκρη του κόσμου. Πρίν απ' όλα για να φτάσεις χρειαζόταν επτά ώρες λεωφορείο απο την Αθήνα. Η διάρκεια της διαδρομής δεν οφειλόταν τόσο στο κακόμοιρο ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο που ήταν βαμμένο πράσινο, ούτε στη θλιβερή κατάσταση των δρόμων, αλλά περισσότερο στους συχνούς αστυνομικούς ελέγχους.
Ο αρχαιολόγος Pierre Amandry, μετέπειτα διευθυντής της Γαλλικής  
Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών με αντάρτες στον Παρνασσό στη διάρκεια της κατοχής
(Αρχείο Γ.Α.Σ.Α)
 
Στην είσοδο και στην έξοδο κάθε οικισμού ο οδηγός έπρεπε να σταματήσει. Ενας χωροφύλακας ή ένας στρατιωτικός ανέβαινε στο λεωφορείο και με τον κατάλογο των επιβατών στο χέρι μετρούσε και ξαναμετρούσε για να βεβαιωθεί οτι κανείς δεν είχε ανέβει ή κατέβει παράνομα μετά τον προηγούμενο έλεγχο, πολλές φορές μάλιστα έκανε και ονομαστική κλήση.
Ζητούσαν και σε όσους φορούσαν κασκέτο ή καπέλο να το ακουμπήσουν ανάποδα πάνω στα γόνατά τους και ο χωροφύλακας περνούσε το δάκτυλο ανάμεσα στον πέτσινο γύρο και τον τεπέ για να βεβαιωθεί οτι δεν υπήρχαν κρυμμάνα παράνομα μηνύματα. Αλλά όταν έφτανε σε μας, οι άλλοι επιβάτες φώναζαν : ξένοι, ξένοι! Και γλυτώναμε τον έλεγχο.
Το πρόγευμα στη Λιβαδειά ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Εκεί ο ταβερνιάρης όταν έμαθε οτι είμαστε Γάλλοι, έτρεξε κραδαίνοντας ένα μικρό μεταλλικό πύργο του Αϊφελ που του είχε δώσει φαίνεται ο κύριος Εριό (Herriot).
Μετά τη Λιβαδειά έμπαινες σε άλλο κόσμο, στον Παρνασσό, όπου οι αντάρτες κρατούσαν πάντα το βουνό και όπου οι κυβερνητικοί είχαν αρκεστεί να φυλάγουν ανοιχτό το δρόμο μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Εκεί που σταματούσε το λεωφορείο, οι βοσκοί του Παρνασσού, που τότε πρωτοβλέπαμε, με τις μεγάλες μαλλιαρές κάπες τους, οι γέροι με τα μακριά μουστάκια, οι νέοι με το κεφάλι σχεδόν ξυρισμένο με την ψιλή, πλησίαζαν για να ζητήσουν τσιγάρα. Εμείς πάλι, που δεν καπνίζαμε, δεν είχαμε τσιγάρα αλλά σοκολάτα, - και δεν ξεχάσαμε την απορία των νέων, που γύριζαν και ξαναγύριζαν την πλάκα της σοκολάτας μέσα στα χέρια τους. Φυσικά δεν είχαν ξαναδεί σοκολάτα.
Στα τελευταία είκοσι χιλιόμετρα πριν την Αράχοβα, όλες οι γέφυρες είχαν ανατιναχτεί. Το λεωφορείο έπρεπε κάθε φορά να κατεβαίνει μέσα στη χαράδρα και μετά να ανεβαίνει πάλι την πλαγιά απο την άλλη πλευρά. Κάθε φορά οι επιβάτες σταυροκοπιούνταν και, μόλις πέρναγαν το εμπόδιο, ομολογούσαν ότι πραγματικά τους βοήθησε η θεία πρόνοια.
Διασχίζαμε την Αράχοβα, ενώ οι γέροντες με την παραδοσιακή φορεσιά, καθισμένοι μπροστά σε κάθε πόρτα, μας ακολουθούσαν με το βλέμμα. Φτάναμε στον κατήφορο προς τους Δελφούς, στο στενό σκονισμένο δρόμο (το λεωφορείο προχωρούσε ακριβώς στη μέση) πνιγμένο μέσα στα ελαιόδενδρα.
 Ανατιναγμένη γέφυρα πρίν την Αράχοβα απο την περίοδο της κατοχής


Φτάνοντας στους Δελφούς, αν είμαστε συνηθισμένοι επιβάτες, θα έπρεπε να κατέβουμε απο το λεωφορείο στο χωριό μαζί με τους άλλους, αλλά επειδή είμαστε “ξένοι” μας επέτρεπαν να κατεβούμε στο Μουσείο και απο εκεί ανεβαίναμε στο σπίτι της Σχολής (Σημ. Το οίκημα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής).
Κατά κάποιον τρόπο βρισκόμαστε στο μέτωπο. Οι Δελφοί ανήκαν στους κυβερνητικούς, οι ράχες των Φαιδριάδων ανήκαν στους αντάρτες και στην ουδέτερη ζώνη υπήρχε το Μουσείο, το σπίτι της Εφορείας Αρχαιοτήτων και το σπίτι της Σχολής. Είναι αλήθεια πως αν που και που έρριχναν μερικές τουφεκιές και απο τις δυό πλευρές, είχε κανείς την εντύπωση το μόνο που γύρευαν να “σκοτώσουν” ήταν ο χρόνος.
Ομως οι Δελφοί έμοιαζαν με πολιορκημένη θέση. Απο την πλευρά του βουνού ένας φράχτης απο αγκυλωτό συρματόπλεγμα προστάτευε το χωριό. Πάνω του είχαν κονσερβοκούτια και φωτιζόταν απο ηλεκτρικούς λαμπτήρες. Και μέσα στο χωριό, οι άνδρες δεν είχαν το δικαίωμα να κοιμηθούν στα σπίτια τους. Τους έκλειναν κάθε βράδυ στην Σχολή καλών Τεχνών, μετά απο ονομαστικό προσκλητήριο, και μόνο ο επιστάτης της Σχολής, ο Χρήστος Καλτσής, είχε το δικαίωμα να πάει να κοιμηθεί στο σπίτι της Σχολής”.


 Ο Χρήστος Καλτσής ατενίζει τους Δελφούς απο την κορυφή των Φαιδριάδων.
(Αρχείο Γ.Α.Σ.Α)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου