Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

ΟΙ ΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ JACQUES LACARRIERE

Απόσπασμα για τους Δελφούς απο το βιβλίο "Το Ελληνικό καλοκαίρι" του Jacques Lacarriere (1925-2005)
Στην πρώτη φωτογραφία ο Γάλλος  συγγραφέας, ταξιδευτής και ελληνιστής σε νεαρή ηλικία δίπλα στην Θόλο. Θα πει αργότερα γι αυτή την επίσκεψη : " Η ημέρα εκείνη του Σεπτεμβρίου του 1947 που μαζί με τρείς φίλους καταφέραμε να φτάσουμε στους Δελφούς, παρά τον εμφύλιο πόλεμο, και να επισκεφθούμε τον πανέρημο χώρο, υπήρξε απο τις ωραιότερες της ζωής μου".

L' ETE GREC - DELPHES

Το πρώτο αυτό ταξίδι τό ’κανα με το θίασο του Théâtre Antique της Σορβόννης. Είχαμε μόλις ανεβάσει του Πέρσες και τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου στο Παρίσι προτού ακόμα παιχτούν στην Αθήνα και την Επίδαυρο για την εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. 


Το να περάσει κανείς μήνες ολόκληρους ζώντας την ιστορία των Μυκηνών και τα μυθικά γυρίσματά της, κι έπειτα μερικές εβδομάδες στην Ελλάδα για να γυρέψει στους ίδιους τους τόπους τις σκιές και τα φαντάσματα του Αγαμέμνονα, ήταν σαν τον καθαγιασμό ενός ονείρου. Θυμάμαι ότι έζησα εκείνη την εποχή και τις πρώτες μέρες του ταξιδιού μέσα σε ένα είδος έκστασης. Από το Παρίσι ήδη, ενώ κάναμε πρόβες της ιστορίας του Αγαμέμνονα, του Ορέστη, της Κλυταιμνήστρας, χίλια δυο οράματα πρόβαλαν μέσα μου: η πεδιάδα του Άργους κατατροπωμένη από τον ήλιο, οι διάδρομοι του ανακτόρου όπου η Κλυταιμνήστρα προετοίμαζε το φόνο του Αγαμέμνονα, τα σκοτεινά δωμάτια όπου περιφέρεται ο θάνατος…

Την επομένη των πρώτων παραστάσεων που δόθηκαν στην Αθήνα στους πρόποδες της Ακρόπολης, αποφάσισα να επισκεφτώ τους Δελφούς με δύο φίλους από το θίασο και έναν αρχαιολόγο της Γαλλικής Σχολής. Σε αντίθεση προς τις Μυκήνες, οι Δελφοί δεν ανακαλούσαν στη μνήμη μου τίποτα συγκεκριμένο. Δεν ήταν παρά μια λέξη, δυο συλλαβές, μια τοποθεσία, μια Πυθία καθισμένη σε τρίποδα, καπνοί δάφνης, αλλά τίποτα το σαρκικό κι έντονο όπως οι τρεις συλλαβές των Μυκηνών.

Οι Δελφοί βρίσκονταν τότε [1947] στα χέρια των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., και κατ’ αρχήν ήταν αδύνατη η επίσκεψη εκεί. Ύστερα από επίμονα διαβήματα καταλήξαμε να αποσπάσουμε από τις στρατιωτικές αρχές την άδεια να πάμε πέρα από τις πιο προωθημένες θέσεις του κυβερνητικού στρατού, στα περίχωρα της Λειβαδιάς. Τα υπόλοιπα, δηλ. το να πάμε στους Δελφούς οδικά, το να έρθουμε σ’ επαφή ή όχι με τους αντάρτες, ήταν δική μας δουλειά. Έμενε να ξετρυπώσουμε έναν ταξιτζή που θα προθυμοποιόταν να διακινδυνεύσει τη μεταφορά μας. Στο τέλος βρήκαμε έναν με μια παλιά Φορντ που άνοιγε από πάνω και είχε την καρότσα υπερυψωμένη, μοντέλο απ’ αυτά που ονειρεύονται οι σημερινοί [εν έτει 1975] συλλέκτες αλλά που τότε ακόμα το συναντούσε αρκετά συχνά στην Ελλάδα. Έθεσε μόνον έναν όρο: να βάλουμε πάνω στα φτερά δύο γαλλικές σημαιούλες ώστε να μας αναγνωρίζουν από μακριά. Διαβήκαμε τις τελευταίες κυβερνητικές θέσεις χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, παρόλο που οι αξιωματικοί μας κοίταζαν σαν αληθινούς υποψήφιους αυτόχειρες. Ένας απ’ αυτούς μάλιστα, τη στιγμή που φεύγαμε, μας πέταξε κατάμουτρα: «Πηγαίντε, λοιπόν, να σας στραγγαλίσουν οι κομμουνιστές, αφού έτσι σας κάπνισε!».



 
Είναι προφανές ότι κανένας δε μας στραγγάλισε. Ο καιρός μαγευτικός, ο ουρανός διάφανος. Ο δρόμος ήταν ναρκοθετημένος και προχωρούσαμε με μύριες προφυλάξεις. Σε κάθε ύποπτο εξόγκωμα του εδάφους, σε κάθε μικρό ανάχωμα, ο σωφέρ έκοβε μέσα απ’ τα χωράφια, πράγμα που δε βόλευε καθόλου την ανάρτηση του αυτοκινήτου αλλά εκτός από μερικές τέτοιες παρακάμψεις δεν είχαμε κανένα άλλο περιστατικό. Διασχίσαμε την Αράχωβα χωρίς να δούμε ψυχή και φτάσαμε απομεσήμερο στους Δελφούς. Στο χωριό επικρατούσε απόλυτη σιγή, νέκρα. Δεν φαινόταν ούτε ένας κάτοικος εκτός από τον αγροφύλακα και τον φύλακα της Γαλλικής Σχολής που ήταν εγκατεστημένος στα ερείπια του ναού. Οι αντάρτες κρατούσαν τον Παρνασσό ακριβώς από πάνω μας και κατέβαιναν καμιά φορά τη νύχτα να ανεφοδιαστούν, αλλά, στις 24 ώρες που μείναμε εμείς στους Δελφούς δε φάνηκε κανείς τους.

Έτσι, όλο τ’ απόγεμα μπόρεσα να περιπλανηθώ μόνος μέσα στα ερείπια. Σιγή. Μοναξιά. Ούτε ένας θόρυβος, αν εξαιρέσει κανείς εδώ – εκεί τους κρωγμούς των γυπαετών που διαγράφανε κύκλους στον ουρανό ή στο γκρεμό των Φαιδριάδων. Πιο κάτω, μέσα στην κοιλάδα του Πλειστού, ένα δρομάκι τραβούσε φιδωτό μέχρι τη θάλασσα ανάμεσα στις ελιές: έρημος δρόμος χωρίς ψυχή πουθενά. Οι Δελφοί ήσαν άδειοι, εγκαταλειμμένοι, παραδομένοι σ’ όλα τα φαντάσματα της ιστορίας. Ήταν μέσα Σεπτέμβρη και το φθινόπωρο άρχιζε να γίνεται αισθητό καθώς τα φύλλα βαθυκοκκίνιζαν και το κρύο και το σκοτάδι της νύχτας γίνονταν πιο πηχτό. Στο στάδιο, από πάνω απ’ το ναό, ο άνεμος σήκωνε στροβίλους σκόνης, ίδια φρενιασμένα φαντάσματα. Και στην Ιερά Οδό, την παραδομένη χρόνια στην εγκατάλειψη, τα αγριόχορτα κάλυπταν το δρόμο. Τι να γυρέψει κανείς εδώ; Το νεκρό παρελθόν, το αληθινά νεκρό ή το παρόν, νεκρό κι αυτό που μέσα τους όμως μάντευες τις αθόρυβες και ύπουλες δυνάμεις του πολέμου; Θυμάμαι ότι συνειδητοποίησα – ενώ ήμουν καθισμένος στο θέατρο, την ώρα ακριβώς που έπαιρνε να νυχτώνει, μη μπορώντας να σηκώσω τα μάτια μου από εκείνο το απόκοσμο τοπίο– πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Είχα έρθει εδώ, σπρωγμένος από τα φαντάσματα και τις οπτασίες του παρελθόντος, για να παραστήσω μπροστά στους σημερινούς Έλληνες τα δράματα και τις φρίκες του Τρωικού Πολέμου, ενώ στους ίδιους αυτούς τόπους διεξαγόταν ένας άλλος πόλεμος. Ένας πόλεμος εμφύλιος, πολύ πιο άγριος και δολοφονικός από εκείνος που έκανα οι Έλληνες και οι Τρώες. Εκείνη τη μέρα, μέσα στη δελφική νύχτα και τη σιγαλιά των βουνών όπου οι αντάρτες, σίγουρα μας παραφύλαγαν, ένιωσα να πεθαίνει μέσα μου μια Ελλάδα και να γεννιέται μια άλλη.

Αυτό τον απροσδόκητο θάνατο και τη γέννηση, τά ’νιωσα ακόμα πιο έντονα το βράδυ όταν ο φύλακας μάς ξενάγησε στο μουσείο. Τα περισσότερα αγάλματα ήταν θαμμένα ή κλειδωμένα μέσα σε μεγάλες ξύλινες θήκες για να προστατευτούν από τις οβίδες. Μερικά μόνο ήσαν ακόμα ορατά μέσα στα μισάνοιχτα κασόνια τους. Θυμάμαι τη Σφίγγα της Νάξου ν’ ανασηκώνεται απ’ το αχυρένιο στρώμα της σαν θεός ρουφηγμένος μέσα σε κινούμενη άμμο. Γεννιόταν ή πέθαινε; Τα αγάλματα ήσαν κι αυτά μεσοστρατίς ανάμεσα στη θύμηση και τη λησμονιά, σαν κρατούμενοι μιας άλλης εποχής κλεισμένοι στις φυλακές του καιρού μας.

Από τότε, τα αισθήματά μου έχουν εξελιχθεί. Στους Δελφούς ξαναγύρισα πολλές φορές, φθινόπωρο κατά προτίμηση, στο σπίτι που έχτισε η Σχολή Καλών Τεχνών από πάνω από το ναό, απέναντι από το σπίτι του Σικελιανού. Αλλά σ’ εκείνο το πρώτο μου ταξίδι στους Δελφούς, σ’ εκείνο το συναπάντημα με τον πόλεμο, οφείλω ότι απαλλάχθηκα για πάντα από την οπτασία των λιθαριών. Αυτή στάθηκε, εκείνη τη χρονιά, η πρώτη μου επαφή με την Ελλάδα και την αρχαία ιστορία της.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου