Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ ΠΑΛΙΑ

Μια αφήγηση του Γιάννη Ν. Μπακούρου απο τις αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων όπως τις κατέγραψε στο βιβλίο του "Δελφικά Λαογραφικά" που εκδόθηκε το 2000 με την υποστήριξη του Δήμου Δελφών.


Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

Ο γάμος στους Δελφούς, μέχρι το 1935 περίπου, γινόταν με συνοικέσιο και σπάνια απο αγάπη. Η προξενήτρα πήγαινε στους γονείς της νύφης με μεγάλη μυστικότητα και τους έλεγε πως ο τάδε νοικοκύρης θέλει την κόρη τους για γυναίκα του γιού του και άρχιζε να τον παινεύει για καλό παιδί και βιός μεγάλο.
Οι γονείς της νύφης αν δεν τους άρεσε ο γαμπρός, της έλεγαν πως το κορίτσι είναι μικρό ακόμη και δεν έχει καιρό για παντρειά, αν όμως τους άρεσε, δέχονταν να μιλήσουν με τον πατέρα του και οι συζητήσεις τραβούσαν μέρες γιατί ο πατέρας του γαμπρού ζητούσε όλο και πιο πολλά κτήματα και προικιά.

Μετά απο παζάρια συμφωνούσαν και τότε πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, ο γαμπρός με τους δικούς του, να γίνουν τα γνωρίσματα και να τα διαδώσουν και το ρίχνανε στο φαγοπότι και τα τραγούδια και κατά την αυγή ρίχνανε και ντουφεκιές και οι Δελφιώτες αγουροξυπνημένοι βγαίναν στα παράθυρα να μάθουν ποιά αρραβωνιάστηκε.

Το πρωί οι συμπεθέροι βγαίναν μαζί στο καφενείο όπου δεχόντουσαν τα συγχαρητήρια των χωριανών τους. Μετά απο μια βδομάδα περίπου γινόταν ο αρραβώνας, ο γαμπρός με τους δικούς του κρατώντας ένα κάνιστρο με δώρα για τη νύφη και μια μπουκάλα παλιό κρασί με γαρύφαλλο στο πώμα, ξεκινούσαν τραγουδώντας και όταν περνούσαν απο την πλατεία της Λεκαριάς έλεγαν το “ Μες της λεκαριάς τη βρύση θα φυτέψω κυπαρίσσι νάρχονται ξανθές να πλένουν μαυρομάτες να λευκαίνουν”. Εφταναν στο σπίτι τηςς νύφης όπου άλλαζαν τα δαχτυλίδια και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Απο την άλλη μέρα ο γαμπρός πήγαινε στη νύφη, ποτέ όμως η νύφη στο σπίτι του γαμπρού.

Οι συμπεθέροι κανονίζανε ημερομηνία του γάμου και πριν 20 μέρες το σπίτι της νύφης ήταν ακατάστατο, μοδίστρες ράβανε προικιά, κορίτσια πλένανε, λευκαίνανε με τραγούδια και ετοίμαζαν την προίκα. Το προικοσύμφωνο γινόταν σε συμβολαιογράφο παραμονές του γάμου και εκτός απο τα κτήματα γράφουν και τα προικιά: τόσες κουβέρτες, 2 μπατανίες, 2 παπλώματα, πετσέτες, μαξιλάρια, 6 μοδάντες (σώβρακα) και 6 πουκάμισα για τον γαμπρό, τα χαλκώματα απο ταψιά ώς και κακάβια (καζάνια), μπαούλο και κόπανο για τα ρούχα.

Την Τετάρτη στης νύφης, τα προικιά τα φτιάχνανε γείκο (έκθεση), και στην κορφή κρεμάγανε 2 κουλούρες επτάζυμες με κλαδί ελιάς στο μέσον. Την Παρασκευή πήγαινε ο γαμπρός με τους φίλους του να τα ράνει με κουφέτα και κέρματα και γλεντούσαν. Το Σάββατο το βράδυ έκανε η νύφη αποχαιρετιστήριο τραπέζι στους συγγενείς της. Εκεί γλεντούσαν και τραγουδούσαν “Μια Παρασκευή κι ένα σαββάτο βράδυ μάνα με, μωρε μάνα μ'έδιωχνε απο τ' αρχοντικό της” κλπ, και δακρύζανε για τον χωρισμό.

Την Κυριακή μετά την εκκλησία πήγαινε ο γαμπρός να πάρει τα προικιά, καβάλα σε άλογο με άσπρο μαντήλι στο κεφάλι του ζώου, συνοδευόμενος απο κάμποσα παλλικάρια. Φόρτωναν λοιπόν τα προικιά και τα χαλκώματα, αλλά στο μπαούλο κάθονταν δυό παλλικάρια επάνω και δεν το έδιναν. Γινόταν ψευτοκαυγάς, τελικά ο γαμπρός τους έδινε ένα χαρτονόμισμα και το έπαιρνε και τον χειροκροτούσαν.


 
Μετά γινόταν πομπή. Μπροστά πήγαιναν κάμποσα παιδιά κρατώντας στο κεφάλι μαξιλάρια, ο γαμπρός με τα παλλικάρια, τα ζώα με τα προικιά και στο τέλος τα ζώα με τα χαλκώματα που κουδούνιζαν μεταξύ τους. Οταν φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού έραιναν με ρύζι και κουφέτα, πρόσφεραν μεζέδες και κρασί και τα ανέβαζαν στο σπίτι.

Την Τετάρτη, συγγενείς της νύφης και του γαμπρού πήγαιναν στα σπίτια και καλούσαν τους χωριανούς για το γάμο και το τραπέζι.

Ο γάμος γινόταν συνήθως Κυριακή απόγευμα και απο το μεσημέρι στολίζανε οι κοπέλες τη νύφη. Πριν όμως η μάνα της έζωνε τη νύφη πάνω απο το πουκάμισο με ένα μακρύ κλωνί βάτο που είχαν βγάλει τα αγκάθια για να μην πιάνουν τα μάγια. Η νύφη φόραγε σιγκούνια και σπάνια φόρεμα με πέπλο, δηλαδή μεταξωτή φούστα καλαματιανή, μεταξωτό πουκάμισο με νταντέλες στο λαιμό και στα μανίκια, βελούδινη ποδιά κεντητή, σιγκούνι κεντητό και λευκή μπιμπιλωτή βαμβακέλα.
Την στόλιζαν και της τραγουδούσαν “Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, σήμερα στεφανώνεται ο αητός την περιστέρα. Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη και την οχιά την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό της” και στο λαιμό της κρεμούσαν μια αρμαθιά φλουριά.
Η νύφη πριν φύγει απο το σπίτι έκανε τρείς μετάνοιες στη μάνα της λέγοντας “Μάνα μου δώσ' μου την ευχή σου για να στεριώσει ο γάμος μου”.



Ο γαμπρός φορούσε φουστανέλλα και σπάνια πολιτικά. Το απόγευμα του γάμου πήγαινε ο γαμπρός με τους με τους συγγενείς του και τα όργανα και έπαιρναν τον κουμπάρο απο το σπίτι. Ο γαμπρός περίμενε στην εκκλησία και όταν έφτανε και η νύφη τους σταφάνωναν, η εκκλησία κατάμεστη απο κόσμο, όλο το χωριό στο πόδι. Μετά, μπροστά τα όργανα, ο γαμπρός με τη νύφη και ο κόσμος που ακολουθούσε περνούσαν απο την αγορά κι απο τα μπαλκόνια τους έραιναν με με ρύζι και άνθη, όταν περνούσαν απο συγγενικά σπίτια έβαζαν οι γυναίκες στον κόρφο της νύφης βαμβάκι, συμβολικό ν'ασπρίσει σαν τα χιόνια. Οταν φτάνανε στου γαμπρού στην πόρτα περίμενε η πεθερά που τους τάιζε καρύδια με μέλι για να είναι γλυκό το στόμα της νύφης σαν το μέλι και της έδινε ρόδι που η νύφη το χτυπούσε στην πόρτα και το πετούσε στο βάθος του σπιτιού που σκόρπιζαν τα σπόρια συμβολικά για γονιμότητα, έμπαιναν στο σπίτι και της νύφης της έδιναν να κρατήσει στα γόνατα ένα μικρό αγόρι για να κάνει σερνικά παιδιά.
Πρόσφεραν γλυκά και το τραπέζι τους περίμενε με τα ψητά αρνιά που είχαν ψηθεί απο το Σάββατο. Το γλέντι και ο χορός με τα όργανα κρατούσε όλη τη νύχτα, το πρωί με το γλυκοχάραμα τραγουδούσαν το ωραίο και περιπαθές τραγούδι με συνοδεία μόνο απο κλαρίνο,

“Τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες σιγολαλούν και λένε
ξύπνα αγάπη μου ξύπνα γλυκό μου ταίρι
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρρισένιο”

και το κλαρίνο του Γιάννη Σκίνη (Γιάγκου) με πάθος έκλαιγε μες το γαλάκτωμα της αυγής.
Εχετε ακούσει να κλαίει το κλαρίνο μες το γλυκοχάραμα; Εγώ το άκουσα και μια ανατριχίλα πέρασε την ψυχή μου με αυτό το αποχαιρετιστήριο του γλεντιού τραγούδι.

Κατά το μεσημέρι η πεθερά τους περίμενε να ξυπνήσουν και έμπαινε στην κάμαρα να πάρει το ματωμένο σεντόνι δείγμα της αγνότητας της νύφης και να το δείξει στους συγγενείς της.
Λέγανε πως, μια φορά,  κάποια νύφη ονόματι Ασήμω για να ξεγελάσει την πεθερά της, γιατί είχε απο πριν σχέσεις με τον καλό της, τρύπησε τα δάχτυλά της με καρφίτσα και μάτωσε το σεντόνι για να το δείξει στην πεθερά της που ήτανε κέρβερος σε ζητήματα τιμής.

Την Τετάρτη η μάνα της νύφης μαγείρευε και πήγαινε έναν κόκκορα στο γαμπρό, τον τρώγανε και ζούσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα με τις αξέχαστες μνήμες και τα ευλογημένα παλιά χρόνια.

Γιάννης Ν. Μπακούρος
Δελφικά Λαογραφικά, 2000

* Φωτογραφίες:
1η : Ζευγάρι νεόνυμφων στους Δελφούς το 1913, Συλλογή Albert Kahn, Παρίσι ©
2η & 3η : Η πομπή με τα προικιά απο γάμο του 1933, Συλλογή Γιάννη Χριστόπουλου ©



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου