"Ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Alberto
Moravia σε ένα ξεχωριστό
οδοιπορικό σε τέσσερα μέρη, στην Ελλάδα
μιας άλλης εποχής.
Από τις Μυκήνες στους Δελφούς, τον
Μαραθώνα, την Αρχαία Ολυμπία και τον
ναό του Διός.Μια διαφορετική κριτική ματιά στην αρχαία ελληνική τέχνη, που όσο και αν παρουσιάζει σημεία διαφωνίας και σημαντικές διαφορές με τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζουμε την μοναδική εξέλιξη της στο διάβα των αιώνων, είναι αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πάντως άξια αναφοράς και μελέτης.
Ο Moravia δεν έρχεται στην Ελλάδα, που άλλωστε γνωρίζει καλά, ως τουρίστας και απλός περιηγητής. Παρατηρεί και εμβαθύνει όσο του επιτρέπει ο δυτικός «τρόπος» και η θεώρηση των πραγμάτων, κάτω από την λαμπρή επιφάνεια των αξεπέραστων ελληνικών αριστουργημάτων. Τον ενδιαφέρει η ενδότερη και πιο σύνθετη επισκόπηση ενός πολιτισμού που δείχνει τόσο απαράμιλλος όσο και για πάντα χαμένος. Όμως αυτό δεν συμβαίνει με όλους τους μεγάλους πολιτισμούς; Παρατηρεί τις τεράστιες διαφορές με την σύγχρονη Ελλάδα, και μάλιστα με εκείνη του 1939. Ποια θα ήταν η άποψη του άραγε μερικές δεκαετίες μετά και βέβαια σήμερα;"
Απο
την συλλογή οδοιπορικών του Αλμπέρτο Μοράβια
Μετάφραση,
εισαγωγή: Κωνσταντίνος Μούσσας
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ
Ο δρόμος περιελίσσεται γύρω από λόφους και γυμνά βουνά ανάμεσα σε διάσπαρτες στάνες, που ξεφυτρώνουν ψηλά στα βράχια παντού σε κατσίκες, βελάσματα και κουδούνια.
Έτσι σκέφτεται κανείς πως μόνο ένα ιερό, έστω και εγκαταλελειμμένο για αιώνες, θα μπορούσε να βρίσκεται στο τέλος αυτής της σταδιακής ανάβασης, στη σιωπή και στη μοναξιά.
Καθαρός αέρας, πηγές, χιόνια στον Παρνασσό. Πως μπορείς να εξηγήσεις τη χαρά τους, όταν ακούν τα χαρούμενα κροταλίσματα της μηχανής του λεωφορείου, στις στροφές, στο βάθος των ηλιόλουστων φαραγγιών.
Σε κάθε γύρισμα, σε κάθε βουνό που περνούσαμε ήλπιζα ότι θα ξεπροβάλουν οι Δελφοί. Όμως η κοιλάδα συνεχώς μεγάλωνε έρημη, βυθίζονταν σε ατμώδεις και γαλάζιες αποστάσεις.
Έφτασα ζαλισμένος και τρανταγμένος.
Ενστικτωδώς μόλις κατέβηκα από το λεωφορείο κατευθύνθηκα έξω από το χωριό σε ένα ύψωμα από όπου έκρινα πως θα μπορούσα να ανακαλύψω όλο τον τόπο.
Μέσα από τα πετρώδη ολάνθιστα χωράφια, έφτασα σ’ αυτόν τον εξώστη, πλησίασα στον γκρεμό και άρχισα να παρατηρώ.
Πίσω μου οι Δελφοί, ένας συνοικισμός από λίγα σπίτια, γαντζωμένα στην πλαγιά κι από κάτω μου σε μια σιωπηλή και διάφανη δίνη, κατηφόρες πράσινες κι απότομες.
Σκιερές χαράδρες ως το τέλος της κοιλάδας, όπου ανάμεσα στις ελιές που ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί, στριφογύριζε αστράφτοντας ένα ποτάμι.
Ακολουθώντας αυτό το ποτάμι, έβλεπα την δασωμένη κοιλάδα να μεγαλώνει, να απομακρίνεται και μια πόλη ν’ ασπροφαίνεται κοντά στην όχθη, σ’ ένα ασημένιο όρμο και τριγύρω ψηλά βουνά, ουράνια και νεφοσκέπαστα.
Από εκεί πάνω ξεχώριζαν οι εκτυφλωτικές επιφάνειες της θάλασσας κι οι κορυφές από τις ελιές που κυμάτιζαν στον δυνατό άνεμο, χωρίς όμως να φτάνει ως εδώ κανένας ήχος.
Η σιωπή ήταν μοναδική και κραταιά όπως μια αναπνοή που συνδέει τα κύματα, το φως του ήλιου και τις αργές μετακινήσεις των αέρινων μαζών.
Καθώς χαμήλωσα το βλέμμα, λίγο πιο κει ακριβώς κάτω από τα πόδια μου, είδα τη στέγη ενός αγροκτήματος. Παλιά κεραμίδια καφετιά και μια ψηλή χωριάτικη καμινάδα να καπνίζε.
Πάνω από την γωνία που προεξείχε ένα μεγάλο πουλί δοκίμαζε τα φτερά του με μικρά φτερουγίσματα, αντανακλαστικά. Κι εγώ το ζήλευα για τη δύναμη να ελευθερωθεί σ’ εκείνη την απεραντοσύνη. Μετά ξεκίνησε να πετά και πήρε να γυρίζει κατά μήκος του ήλιου, με ακίνητα τα φτερά, σε κύκλους όλο και μεγαλύτερους.
Τελικά κατευθύνθηκε προς την πόλη, φτερουγίζοντας αργά και σίγουρα. Κι εγώ έμεινα να το κοιτώ ώσπου χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Γύρισα λοιπόν στους Δελφούς.
Ήταν οι πρώτες απογευματινές ώρες, ο ήλιος πλημύριζε τους δρόμους ανάμεσα στα σπιτάκια των Δελφών, οι γυναίκες δούλευαν με στραμμένη την πλάτη τους στον ήλιο και το πρόσωπο προς τον τοίχο. Έβλεπες τις γριές, ρυτιδιασμένες όπως οι Μοίρες, με ένα μαντηλάκι στη μύτη διπλωμένες στη γη, σάλιωναν το δάχτυλο και μασούριαζαν από τη ρόκα την γκρι μάλλινη κλωστή.
Από το βάθος ακούγονταν άλλες γυναίκες που φλυαρούσαν αδιάκοπα για το γάλα, τη βενζίνη, τα κεραμικά. Καθισμένο στο περβάζι ένα κοριτσάκι με το ένα πόδι διπλωμένο και το άλλο κρεμασμένο μελετούσε σιγοτραγουδώντας το αλφαβητάριο του. Στο καφενείο λίγοι γέροι με στρογγυλεμένες κατάλευκες γενειάδες καθισμένοι στα άδεια τραπεζάκια. Υπήρχαν μικρά καθαρά ξενοδοχεία, με τοπικά ονόματα: Κασταλία, Απόλλωνας. Και πιο ‘κει το γκαράζ με το αυτοκίνητο για τις εκδρομές σταθμευμένο και τον μηχανικό γονατισμένο να έχει σκορπίσει τα διάφορα κομμάτια στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο. Κότες τσιμπολογούσαν στα αυλάκια με το τρεχούμενο νερό.
Περνούσαν σχεδόν τρέχοντας γαϊδουράκια φορτωμένα ξύλα. Μια κατσίκα βέλαζε και κουδούνιζε, δεν ξέρω από πού, πέρα από την άκρη του δρόμου.
Οι Δελφοί, αυτό το ορεινό χωριουδάκι μου θύμιζε τα προάστια στις Άλπεις της Τοσκάνης.
Με ατμόσφαιρα πιο άτονη και βουκολική. Μερικά βήματα πιο εκεί σ’ ένα ταβερνάκι όπως σ’ όλα τα χωριά του κόσμου, ξεκινούσε ο μεγάλος δρόμος. Κι εγώ έφτανα στις ανασκαφές.
Αμφίβολο αν μια λεπτομερής περιγραφή μπορεί να αποδώσει την ακριβή εικόνα αυτών και άλλων ερειπίων του ελληνικού πολιτισμού. Ίσως επειδή από τα ελληνικά μνημεία απομένουν πολύ λιγότερα από τα ρωμαϊκά.
Κι όμως αυτό το λίγο δεν αποδίδει το όριο μιας οποιασδήποτε αισθητικής.
Τα ρωμαϊκά ερείπια φτιαγμένα από τούβλα, σε μεγάλα ερειπωμένα πια εργαστήρια, επέστρεψαν ένα φαινόμενο όπως αυτό του Piranesi(1). Μια ζωγραφική, μια τέχνη, μια ποίηση ερειπίων.
Στις λιθογραφίες του Piranesi το αρχαίο κτήριο είναι αποτυπωμένο σαν ανάμνηση.
Με τα ερείπια να περιστοιχίζονται από βλάστηση, να υψώνεται πομπώδης και απομονωμένη, σε συμπαγείς και αναμνηστικές κατασκευές ζωντανές φτιαγμένες από την πραγματική ζωή.
Όμως τα κτήρια των Ελλήνων ήταν μικρά στην πλειοψηφία τους, κατασκευάσματα από τετράγωνους, μαρμάρινους όγκους κατά τρόπο ώστε αυτό που διασώθηκε από τα ερείπια να μοιάζει ισχυρό σε ένα γιγαντιαίο παιχνίδι κυριαρχίας.
Έτσι στους Δελφούς όπου ο Παυσανίας καταγράφει ότι κατά μήκος της Ιεράς Οδού, σε εκείνον τον ελικοειδή και αναφορικό δρόμο, συγκεντρώνονταν μαρμάρινα κτήρια κάθε είδους.
Και τώρα δεν απομένει παρά ένα νεκροταφείο μαρμάρινων όγκων διάσπαρτων κομματιών από κολώνες αναποδογυρισμένων κιονόκρανων σε μια αταξία οριστικού θανάτου τέτοια που θα έσβηνε τη και του πιο ένθερμου από τους αρχαιολόγους να αναστηλώσει όπως ήταν στην αρχαιότητα όλα τα διάσπαρτα κομμάτια.
Όμως δεν χάθηκαν όλα από τους Δελφούς. Κι αν τα μνημεία καταστράφηκαν εξαιτίας της άγνοιας και της απληστίας των ανθρώπων, η φύση συνέβαλε στην καταστροφή με τις κατολισθήσεις πλημμύρες και σεισμούς που τότε έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη χθόνιων θεοτήτων και του Άδη, ο κοίλος κι απομονωμένος τόπος διατηρεί μια απέραντη αναπνοή θρησκευτικότητας.
Όπως τα κοχύλια που όταν τα πλησιάσεις στο αυτί, επαναλαμβάνουν ακόμη τη βοή της θάλασσας, πέρα από την ακτή.
Ας αφήσουμε τα ερείπια στο φαράγγι, κάτω στο δρόμο, ανάμεσα στις ελιές, ερείπια μικρότερα, με εκείνες τις τρεις κολώνες να υψώνονται στο γαλάζιο ουρανό που κινδυνεύουν περισσότερο μια ιδέα χάρης παρά δύναμης στο τοπίο. Προσπερνάμε και την πηγή της Κασταλίας, μια κόκκινη παγωμένη σχισμή, παρόμοια με τη σπηλιά του Subiaco(2), μα τελικά τίποτα περισσότερο από μια φλέβα νερού που πηγάζει στολισμένη με ένα διάσημο όνομα. Το κέντρο των σύγχρονων συμφερόντων, όπως στην αρχαιότητα το ιερό του Πύθιου Απόλλωνα, το μέγιστο όλων των μυστηρίων της αρχαίας Ελλάδας.
Ομολογώ πως εκείνο το πρωινό όταν άφηνα την άσφαλτο του μεγάλου δρόμου προς το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού, ήμουν λίγο σκεπτικός.
Πολλές φορές τα ελληνικά ερείπια , όπως για παράδειγμα εκείνα της Ελευσίνας, με απογοήτευσαν. Κι ύστερα από μακριά οι ανασκαφές στους Δελφούς δεν έμοιαζαν τίποτα περισσότερο από το συνηθισμένο σύνολο ασήμαντων λίθων τοποθετημένων κατά τύχη, σε μια πλαγιά αποψιλωμένη και ανάστατη.
Όπως όμως πήρα να ανεβαίνω, η Ιερά Οδός αποκαλύπτονταν πιο μεγαλοπρεπής από εκείνο που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ξετυλίγονταν σπειροειδής ανάμεσα στη θλιβερή αταξία των ερειπίων με μια κυκλική και αργή κίνηση που υποδείκνυε την αργή ανάβαση στους πρόποδες του λόφου των λιτανειών.
Τίποτα δεν είχε απομείνει πραγματικά από το πλήθος των μαρμάρινων μνημείων που τις πλαισίωναν. Τίποτα εκτός από σωρούς των όγκων και των τμημάτων των στηλών των αναποδογυρισμένων κιονόκρανων. Όμως αυτό το είδος κυκλώπειου νεκροταφείου κατάφερνε, δεν ξέρω εξαιτίας ποιου τοπικού θαύματος να αποφύγει την μάταιη και σιωπηλή ύπαρξη των πολλών ανασκαφών, που αγαπούν μόνο οι σχολαστικοί αρχαιολόγοι.
Αυτή η περιοχή θα έλεγα των εφευρεμένων λίθων από τους οποίους δεν ξέρει κανείς αν είναι πιο ενοχλητική η αταξία ή η αμφιβολία εκείνων που είχαν κυριευθεί από το βάσανο να τα φέρουν στο φως. Ένα έργο ποιητικό μια διακριτική μοναξιά ξεπηδούσε από τα ερείπια.
Έμοιαζαν να είχαν βρει μια καθοριστική τάξη, μια στερνή ηρεμία στο στρώμα των λουλουδιών, των φυτών και των θάμνων όπου βούιζαν μέλισσες και μπλέκονταν οι ηλιαχτίδες κι από παντού τις περιτριγύριζαν τις τύλιγαν, τις έστεφαν.
Αισθάνονταν κανείς πως η αρχαιολογία τελικά, αυτή η επιστήμη των ραβδομάντεων εδώ είχε «χτυπήσει» ή καλύτερα ανασκάψει σωστά.
Πως οι Δελφοί ήταν κατά κύριο λόγο το εμπνευσμένο μέρος όπου μπορούσε να αναδυθεί ένας ναός και πως η φύση αφού κατάφερε να αναδείξει κατ’ επέκταση, την αγνότητα και την ιερότητα του τόπου τα πάντα μετατράπηκαν σε μυστήριο.
Ήταν η φύση στοργική εξαιτίας του Απόλλωνα. Αφομοιώνοντας καθετί πέτρες, αναμνήσεις, ιστορία, τα πάντα, όπως τα βήματα στην Ελλάδα, σε μια πλημμύρα λουλουδιών και φυτών όχι όμως λιγότερο θαλασσινή όσο περιέκλειε τα ονόματά της στα αρχεία των ναυαγίων και στα δέντρα που έφτιαχναν τα καράβια.
Η κορυφή της Ιεράς Οδού καταλήγει στο θέατρο ένα ημικύκλιο άθικτων γαλαζωπών κερκίδων. Από εδώ διαμέσου πλαγιών ανθισμένων και κατάφυτων, φτάνει κανείς στο στάδιο. Ελλειπτικό, περιστοιχισμένο από κερκίδες, μοναχικό και καταπράσινο, κάτω από το βραχώδες οροπέδιο.
Το θέατρο θυμίζει πολύ-ακόμα και στη θέα- έτσι κάτω από την προστασία του βουνού, μπροστά στο πανόραμα, το θέατρο του Segeste(3). Το στάδιο όμως είναι χωρίς αμφιβολία, το πιο όμορφο μέρος των ανασκαφών.
Οι κερκίδες από ασβεστόλιθο, είχαν εκείνη την πρώτη μέρα μετά από τόσες βροχές μια όψη σκούρα και μουσκεμένη.
Το χορταριασμένο έδαφος ήταν ως τη μέση πλημμυρισμένο. Κουρασμένος από την ανάβαση, σωριάστηκα στη γη και κοιτούσα τα βράχια του Παρνασσού.
Γκρίζα και κιτρινοκόκκινα με καμιά σπηλιά εδώ κι εκεί, κοκκινωπή και σκουρόχρωμη. Σκέφτηκα πως ένας τόπος έτσι ημικυκλικός έπρεπε να έχει ηχώ.
Έβαλα το χέρι στο στόμα και φώναξα.
Και πράγματι μετά από μια στιγμή η ηχώ μου απάντησε με μια πρωταγωνιστική φωνή καθαρή και σχεδόν ειρωνική, μετά με μια δεύτερη που εξασθενούσε, θλιμμένη.
Έχω ακούσει κι άλλη ηχώ εκείνη των Άλπεων, τρομερή και παγωμένη, ίδια με την φωνή των αγγέλων. Μα γλυκιά όπως αυτή των Δελφών, δεν είχα ακούσει ποτέ.
Επιστρέφοντας από το στάδιο ανακάλυψα μια πηγή που ανάβλυζε από το άνοιγμα ενός τεράστιου βράχου και παρατήρησα μια περίεργη λεπτομέρεια: ένας μεγάλος αριθμός ανοιχτόχρωμων μελισσών συγκεντρώνονταν εκεί σαν μαγνητισμένες, ακίνητες στη λακκούβα που είχε σχηματιστεί στη γη κάτω από την πηγή. Ίσως ξεδιψούσαν σε εκείνο το νερό που όμως μου φαίνονταν χλιαρό κι ίσως σιδηρούχο. Τι μέλισσες ήταν αυτές και ποια η πηγή; Θυμήθηκα τον Απόλλωνα και έβρεξα προληπτικά τα χέρια και τα χείλη με αυτό το νερό.
Όμως ο Απόλλωνας είναι για τα καλά πεθαμένος στους Δελφούς.
Είναι στο τέλος της επίσκεψης που η σκέψη δεν πάει τόσο στις ένδοξες μέρες της λατρείας όσο σ’ εκείνες τις μυστηριώδεις που βίωσαν την παρακμή και το Θάνατο.
Αυτοκρατορίες, θρησκείες, πολιτισμοί, έννοιες μεγάλες και ισχυρές που έμοιαζαν άφθαρτες κι όμως χάθηκαν.
Ειδικά σε καιρούς όπως αυτούς που αναμφίβολα θα δουμε το τέλος τόσων οργανισμών που μοιάζουν προορισμένοι για την αιωνιότητα, η περιέργεια περισσότερο από την αρχή του καθετί πάει στο τέλος.
Πώς έσβησε η λατρεία; Πότε ανέβηκε από τις πόλεις ο τελευταίος προσκυνητής;
Και γιατί ήταν ο τελευταίος; Εξαιτίας του θανάτου και των τελευταίων πιστών; Και πότε ο τελευταίος ιερέας κατάλαβε, όπως τώρα κατανοούμε και ξέρουμε, ότι ο Απόλλωνας ξεθώριαζε, πως απομακρύνονταν για πάντα και περνούσε από τη θρησκεία στο μύθο;
Πότε τελικά, εκτός από τη θρησκεία έσβησε και ο σεβασμός για την περιοχή και οι άνθρωποι μπόρεσαν χωρίς τύψεις και υποψίες να ξεριζώνουν τα χάλκινα αντικείμενα να πετάνε τα αγάλματα στα καμίνια, να κομματιάζουν τα μάρμαρα;
Είναι αυτές οι ερωτήσεις που κατά βάθος δεν περίμεναν απάντηση.
Και πιστοποιούν περισσότερο κι από μια επιστημονική περιέργεια που εύκολα ικανοποιείται, τον φόβο που μας κυριεύει κάθε φορά που διαπιστώνουμε τον θρίαμβο του θανάτου, εκεί όπου μια εποχή οι άνθρωποι είχαν την ψευδαίσθηση πως τον είχαν νικήσει και πως θα υπήρχαν για πάντα.
Α.Μ.
1. Τζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι ήταν Ιταλός χαράκτης και αρχιτέκτονας, διάσημος για τις χαλκογραφίες που παρήγαγε με απεικονίσεις των μνημείων και κτηρίων της πόλης της Ρώμης, καθώς και για τα ατμοσφαιρικά σχέδια των πελώριων υπογείων φυλακών του.
2. Subiaco, πόλη της Ιταλίας με μοναστήρι χτισμένο στο σπήλαιο που μόνασε ο Αγιος Βενέδικτος.
3. Η Σεγέστα ή Εγεστα (στα ιταλικά Segesta) ήταν αρχαία πόλη της Σικελίας. Σήμερα εκεί σώζεται ναός δωρικού τύπου και αρχαίο θέατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου