Μια ακόμα λαογραφική αφήγηση απο το βιβλίο του Γιάννη Ν. Μπακούρου "Τον Παλιό καλό καιρό, Εκείνο.." σχετική με το έθιμο των ριζικαριών. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2001 με την συνδρομή του Δήμου Δελφών. Η ιδιαιτερότητα του κειμένου είναι πως παράλληλα περιγράφει και μια αληθινή ιστορία επιβεβαιωμένη απο όσους την έζησαν και απο την οικογένεια της νέας που "πρωταγωνιστεί'.
Πρωτότυπος τίτλος : "ΤΑ ΡΙΖΙΚΑΡΙΑ"
Πρωτότυπος τίτλος : "ΤΑ ΡΙΖΙΚΑΡΙΑ"
Στην άκρη του χωριού,
κάτω χαμηλά στην Κοτοπόζα, όπως έλεγαν
την συνοικία κάτω απο το δρόμο τον
δημόσιο, ζούσε ο Παπαλάκης, φύλακας του
μουσείου, με τη γυναίκα του την Παναγιού.
Δεν είχαν παιδιά αλλά
στην αυλή τους είχαν ένα πέτρινο πηγάδι
με κρύο δροσερό νερό και όλη η γειτονιά
έπαιρνε νερό για τις ανάγκες τους, γιατί
η βρύση με το λιγοστό νερό της Κερνάς
ήταν ψηλά στη δημοσιά, στου Κουρελή το
σπίτι, που περίμεναν σειρά οι γυναίκες
με τις βαρέλες να πάρουν νερό.
Στο πηγάδι του Παπαλάκη,
το καλοκαίρι στις 24 Ιουνίου, που είναι
τα γενέθλια του Ιωάννη του Προδρόμου,
και που τον λένε και ριγανά γιατί τότε
ψωμώνει η ρίγανη και την κόβουν, μαζεύονταν
όλα τα κορίτσια της Κοτοπόζας και
ερχόντουσαν και απο το πάνω χωριό, για
να ρίξουν τα ριζικάρια, να δούνε την
τύχη τους και ποιόν θα πάρουν άντρα.
Αποβραδίς κρεμούσαν
μέσα στο πηγάδι μια κανάτα με νερό, και
μέσα κάθε κοπέλα έριχνε ένα προσωπικό
κόσμημα, ένα δαχτυλίδι, ένα σκουλαρίκι
ή μια καρφίτσα και ξενυχτούσε μέσα στο
πηγάδι. Την άλλη μέρα μαζευόντουσαν οι
κοπέλες, τραβούσαν το κανάτι έξω στο
πεζούλι του πηγαδιού, σε ένα κουτί είχαν
γράψει μικρά χαρτάκια με στιχάκια ή απο
ημερολόγιο, τα γνωμικά όπως τα έλεγαν,
τα είχαν στρίψει και ανακατώσει μέσα
στο κουτί, τότε τραβούσαν ένα αντικείμενο
απο την κανάτα και διάβαζαν και ένα
γνωμικό στιχάκι και τα έδιναν στην
κοπέλα που ανήκε το αντικείμενο. Αυτή
κοιτούσε μέσα στο νερό του πηγαδιού να
δεί τη μορφή του καλού της. Αλλες έβλεπαν,
άλλες όχι και τραγουδούσαν κατά διαστήματα
ενώ η Παναγιού η Παπαλάκινα τις φίλευε
τηγανίτες με μέλι.
Πάνω απο τη βρύση του
Κουρελή, στον δεύτερο δρόμο, σε ένα μικρό
σπιτάκι ζούσε μια φαμελιά, ο Χρήστος με
τη Χρυσούλα τη γυναίκα του που είχαν
μια κόρη πεντάμορφη τη Μαριγούλα, το
καμάρι τους που ολημερίς τραγουδούσε
και κεντούσε στον καμβά πουλιά και παγώνια, τα
προικιά της.
Ηταν το 1928, του Αγιαννιού
και λέει η κόρη στη μάνα της : - “Μάνα
θα πάω στο πηγάδι του Παπαλάκη με τ' άλλα
κορίτσια, πέρσι δε μ'άφηκες, έχω δώσει
στη φιλενάδα μου την Παγώνα το μικρό
δαχτυλίδι να το κρεμάσει στο πηγάδι”.
Η μάνα της δεν ήθελε να
την αφήσει και λέει στη Μαριγούλα : -”
Παιδί μου, εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες
τις κοπέλες, είσαι όμορφη έχεις προικιά
καρπίτια, βελέτζες, έχεις και χασέδες
για σεντόνια απο τη Βενετιά και τώρα
υφαίνω στον αργαλιό καραμελωτά μακάτια
και απο τώρα ακόμα που δεν έκλεισες τα
είκοσι άρχισαν να σε ζητούν τα παλικάρια,
μην πάς παιδί μου”.
-“Μάνα θα πάω να δώ το
ριζικό μου”, είπε κι έφυγε.
Πήγε στου Παπαλάκη, που
είχαν μαζευτεί όλα τα κορίτσια της
γειτονιάς γύρω απο το πηγάδι. Τράβηξαν
την κανάτα και άρχισαν να βγάζουν τα
αντικείμενα και να διαβάζουν τα στιχάκια
και κοιτούσαν και στο πηγάδι κι ο,τι
έβλεπαν το έλεγαν και σκάξανε στα γέλια
όταν η Παγώνα τους είπε πως είδε κάτι
που έμοιαζε με γάιδαρο και η Αναστασία
είπε πως είδε τη μορφή νέου και το “έδεσε”
πως θα την πάρει.
Οταν τράβηξαν και τα
δαχτυλίδι της Μαριγούλας και της διάβασαν
και το στιχάκι που έγραφε “Γαλανομάτα
κόρη μου καρτέρα και θά 'ρθω πάνω σε
μαύρο άλογο και θέλει να σε κλέψω” δεν
της άρεσε, κοιτάζει στο πηγάδι και βλέπει
δυο κάσες, βάζει μια φωνή και την παίρνουν
τα κλάματα. Τρέξαν τα κορίτσια, και η
Θυμιώ του Κολτή, “Τι έπαθες παιδάκι μ'
Μαριγούλα”, τη ρωτούν.
-” Είδα δυό κάσες στο
νερό, δυό φέρετρα, η τύχη, το ριζικό μου,
τι έπαθε η έρμη..”.
Τη μαλώσαν τα κορίτσια,
“Η φαντασία σου θα ήταν κι αυτά δεν τα
πίστευαν”. Συνήρθε κι έφυγε. Πάει στο
σπίτι και λέει στη μάνα της, “Καλά δε με
άφηνες να πάω”, και κλαίγοντας της
ιστορεί τι είδε στο πηγάδι. Η μάνα της
αλαφιάστηκε, “Σώπα παιδί μ' και μην τα
πιστεύεις...”.
Πέρασε καιρός, το είχαν
ξεχάσει το πηγάδι και τις κάσες.
Αρρωσταίνει η μάνα της και πέφτει στο
κρεβάτι. Γιατροί, γιατρικά, πρακτικά,
ξόρκια, ώσπου η μάνα της πεθαίνει μια
χειμωνιάτικη μέρα.
Ορφανή η Μαριγούλα,
λυπημένη απ' το χαμό της μάνας της είχε
για στήριγμα τον πατέρα της Χρήστο που
την αγαπούσε. Πέρασε λίγος καιρός κι
αρρωσταίνει και η Μαριγούλα. Οι συγγενείς
πονηρεύτηκαν, θυμήθηκαν και την ιστορία
του πηγαδιού, μάγια θα έχουν κάνει στο
κορίτσι, είπανε..
Πάνε στην Πετρομαγούλα
στη μάγισσα και τους λέει πως το έχουνε
μαγέψει το κορίτσι. Τους έδωσε κάι ξόρκια
να τα πάρει αλλά τίποτα..
Πάνε και στα Πεντεώρια,
στην ξακουστή γριά Γιακούμενα, που
φημιζότανε οτι λύνει μάγια.
Ζήτησε τρίχες απο τα
μαλλιά της κι όταν τα έξέτασε είπε τα
λόγια αυτά: “Ο,τι γράφει η μοίρα δεν
ξεγράφεται, γυρίστε στο χωριό σας και
μην τρέχετε άδικα”.
Στο κρεβάτι άρρωστη, ο
πατέρας της έφερε γιατρούς και γιάτρισσες
να τη γιάνουν αλλά τίποτα, η Μαριγούλα,
η πεντάμορφη κόρη, το καμάρι του, πέθανε
ένα πρωί του Μάρτη, ενώ τα χελιδόνια
έχτιζαν τις φωλιές τους και τιτίβιζαν
κάτω απο τα μπαλκόνια και η άδολη ψυχή
της πέταξε στον ουρανό πριν ανοίξει τα
φτερά της και χαρεί τη ζωή.
Εφυγε ντυμένη με τα
νυφικά που της φόρεσε ο νουνός, με το
πέπλο και το στεφάνι με της λεμονιάς τα
άνθη στο κεφάλι. Θρήνος και οδυρμός
στους συγγενείς και στους κατοίκους
του χωριού. Ο πατέρας της απαρηγόρητος.
Ολημερίς χτυπούσε η καμπάνα λυπητερά
κι όλο το χωρίο ακολούθησε την κηδεία.
Βλέπεις, ο,τι γράφει δε ξεγράφει.
* Στην Φωτογραφία η Μαριγούλα, κόρη του Χρήστου και της Χρυσούλας Κώνστα, το γένος Καπέλλου, λίγους μήνες πρίν τα μοιραία ριζικάρια. "Εφυγε" 19 χρόνων, το 1927.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου