Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΠΑΓΩΓΕΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

Του Γιάννη Ν. Μπακούρου απο την έκδοση του Δήμου Δελφών " Δελφικές Αναμνήσεις - Τον παλιό καλό καιρό, εκείνο.."

Τα παλιά χρόνια, πριν το μεγάλο πόλεμο, στο χωριό μου, τους Δελφούς, γίνονταν πολλές απαγωγές κοριτσιών.
Οταν ένα παλικάρι έβαζε στο μάτι ένα κορίτσι όμορφο, έστελνε προξενιά στον πατέρα της και τη ζητούσε για γυναίκα του κι οταν δεν τον δεχόντουσαν για κάποιο λόγο αυτός την έκλεβε συνήθως τη νύχτα με τη βοήθεια φίλων του ή συγγενών του με την ελπίδα πως τότε θα τον δεχτούν για γαμπρό για να μην εκτεθεί το κορίτσι. Αλλοι το πετύχαιναν, άλλοι όχι.
Κάμποσα  τέτοια περιστατικά τα θυμάμαι, άλλα τα άκουσα απο τη μάνα μου που έλεγε πως στον καιρό της είχαν κλέψει καμιά δεκαριά κοπέλες, τις καλύτερες του χωριού και μου έλεγε πως ο Μπουρούκας έκλεψε την Ελένη που είχε το σπίτι της ψηλά-ψηλά δίπλα στου Μπακαρίνου και ψάχναν μέρες να τους βρούν και να τους παντρέψουν.
Και ο Νίκος ο Κουνούπης, παλικάρι απο τα λίγα του χωριού, ζήτησε με προξενιά να του δώσουν τη Παναγιού τη
βεργολυγερή με τα μεγάλα μάτια, νοικοκυροπούλα που είχε σπίτι στην αγορά. Και όταν δεν την έδωσαν, την έκλεψε μια μέρα και αναγκάστηκαν να τον δεχτούν για γαμπρό και έκαναν προκοπή μεγάλη και ο μπάρμα Νικόλας ο Κουνούπης αξιώθηκε να δεί τα παιδιά του γιατρούς, δικηγόρους και καθηγητές.
Την κόρη την Βασιλική, την όμορφη και τσαχπίνα, νοικοκυροπούλα απο τις λίγες τη ζητούσαν πολλά παλικάρια. Ενας όμως λεβέντης και όμορφοςς νιός την είχε βάλει στο μάτι και όταν δεν την έδωσαν με προξενιά, μια μέρα που ερχόταν απο τα αμπέλια στον Ανεμο ορμά με τους φίλους του και την κλέβουν. Φώναξε η Βασιλική για βοήθεια, κανείς απο τους χωριαανούς που ήταν κοντά δεν κουνήθηκε. Το ίδιο βράδυ πήγαν οι δικοί του στον πατέρα της και του είπαν πως το κορίτσι το έκλεψε ο γιός μας. Ο γέρος τον συγχώρησε όταν πήγαν την άλλη μέρα το πρωί με την Βασιλική. Τους έδωσε την ευχή του, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και έζησαν καλά και ευτυχισμένα.
Αλλη απόπειρα απαγωγής έγινε όταν πήγαν να κλέψουν τη Δροσούλα του Μπουφάκη, που είχε το σπίτι της στα Πηγαδούλια, στην άκρη του χωριού. Πηδάει ο υποψήφιος γαμπρός με δυό φίλους του απο το ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο του κοριτσιού, βάζει αυτό τις φωνές, σηκώθηκαν οι δικοί της και τότε παίρνει ο γέρος το δίκανο και τους ρίχνει τρείς ντουφεκιές στο σκοτάδι. Η κοπέλα αντιστάθηκε κι αυτοί όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς φοβήθηκαν και έφυγαν άπρακτοι. Νόμισαν πως νύχτα  θα τους έπιαναν στον ύπνο. Το χωριό αναστατώθηκα απο τους πυροβολισμούς και λέγανε πως θα έγινε κάποια αρραβώνα και πυροβολούν απο χαρά. Μετά μάθανε πως κάποιοι πήγανε να κλέψουν τη Δροσούλα του Μπουφάκη και τους κυνήγησαν.
Σε ένα σπίτι προς τα δυτικά του χωριού ζούσε μια οικογένεια που είχαν μια όμορφη κόρη καλοκαμωμένη, την Αμαλία. Τόσο όμορφη και καλλονη ήταν που την έλεγαν στο χωριό "Μις Ελλάς". Οι προξενιές πήγαιναν κι ερχόντουσαν χωρίς να αποφασίζει το κορίτσι ποιόν θα πάρει. Στέλνει προξενιά και ο Δήμος ο λεβέντης, γιός ενός τσέλιγκα. Δεν τον δεχτήκανε για γαμπρό και αποφασίζει να την κλέψει. Ενα βράδυ τα μεσάνυχτα με δυό φίλους του πηδάνε τον φράχτη, ανεβαίνουν στο σπίτι απο το μπαλκόνι, πατώντας σε μια αμυγδαλιά και την παίρνουν την Αμαλία με το ζόρι, παρά την αντίσταση της κοπέλας και τις φωνές της μάνας της. Την τραβάνε μέσα μέσα απο περιβόλια και την πάνε σε μια σπηλιά, στο "καθσιό", στο μονοπάτι προς το Χρισσό. Βούηξε το χωριό πως κλέψανε την "Μις Ελλάς". Ψάχνουν οι χωροφύλακες στο λόγγο και στο βουνό, βγήκαν αποσπάσματα παντου μα δεν τους βρήκαν κι αυτοί ήταν μόλις πεντακόσια μέτρα απο το χωριό.
Στέλνει ο Δήμος στον πατέρα της κοπέλας απεσταλμένο και του λέει πως αυτός έχει την κόρη του, πως δεν την πείραξε και του ζητά να του δώσει την συγκατάθεσή την δική του να την κάνει γυναίκα του, να την παντρευτεί. Ο πατέρας απάντησε "Να πείς στο Δήμο να ρωτήσει την ίδια αν τον θέλει και άμα πεί ναι τότε συμφωνώ κι εγώ".
Πάει ο απεσταλμένος στη σπηλιά και του λέει την απάντηση του πατέρα της και αυτός ρωτάει το κορίτσι αν τον θέλει να τον πάρει για άντρα της και να παντρευτούν. Και αυτή, σοβαρή κοπέλα, του απαντά στα ίσα, "Δήμο σε εκτιμώ αλλά δεν σε θέλω για άντρα μου. Μη με παιδεύεις άδικα". Και ο Δήμος με πόνο στην ψυχή γιατί την αγαπούσε απο μακριά και είχε κάνει όνειρα νεανικά πως θα την έκανε ταίρι του την άφησε να φύγει ανέγγιχτη και της ζήτησε συγγνώμη.
Και αναρωτιέμαι πότε ήταν άραγε πιο όμορφη και πιο ρομαντική η ζωή; Τότε που κλέβανε τη νύχτα τα παλικάρια τις κοπέλες με τους καημούς της νιότης για να στεριώσουν τα νοικοκυριά τους στη ζωή ή σήμερα που τις παίρνουν φανερά την ημέρα;
Πως αλλάζουν οι καιροί, οι άνθρωποι και τα εθίματα της ζωής μας!
"Γενάρης 2001"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου