"Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων".
Ενα ποίημα-αφήγημα του Γιάννη Ρίτσου για τους Δελφούς όπως το συνέλαβαν το πνεύμα και οι αισθήσεις του ποιητή στην επίσκεψή του το 1961.
ΔΕΛΦΟΙ
(Ο ήλιος έγειρε. Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών, ώς κάτω, βαθιά, στην κοιλάδα με τον απέραντο ελαιώνα. Οι δύο οδηγοί αρχαιοτήτων, ο Γέρος και ο Νέος, συναντήθηκαν στα προπύλαια, μετά το μόχθο μιας κατάφωτης θερινής ημέρας. Καλησπερίστηκαν νεύοντας κουρασμένοι με το κεφάλι. Κάθισαν στα σπασμένα μάρμαρα, ζεστά ακόμη απ’ το λιοπύρι. Δροσίζει λίγο λίγο. Οι εκδρομείς κι οι περιηγητές κατηφορίζουν προς τη δημοσιά, κρατώντας αγριολούλουδα, σπάρτα, έντυπους οδηγούς σε διάφορες γλώσσες, κάρτες γυμνών αγαλμάτων ή ταγάρια αγορασμένα λίγο πριν απ’ τα μαγαζάκια λαϊκής χειροτεχνίας. Κάτω, στο μεγάλο δρόμο, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα, τα ραδιόφωνα, τους λεμονατζήδες, τα εκδρομικά λεωφορεία — γέλια νεανικά, φωνές και τραγούδια, ενώ εδώ δεσπόζει κιόλας η ιερή, σχεδόν κυκλική, σιωπή. Οι κραυγές των τελευταίων τζιτζικιών και των πρώτων γρύλων παίρνει μιαν άλλη τονικότητα στην περιοχή των ερειπίων. Αρχίζει ν’ ακούγεται κι η κρήνη. Οι δύο οδηγοί αισθάνονται το κύλισμα του νερού, ίσως απ’ την ανάγκη τους να σκεφτούν, ακίνητοι τώρα αυτοί, μια κίνηση απ’ τα μέσα, που δεν τους υποχρεώνει να κινηθούν ή να μιλήσουν, μα τους δροσίζει με την έννοια της υγρότητας και της ροής. Με ταυτόχρονη κίνηση σκούπισαν κι οι δύο τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό τους. Παρόλη τη διαφορά της ηλικίας τους, σμίγουν ετούτη τη στιγμή στην ίδια σωματική κούραση και στην ίδια διάθεση να πουν — όχι πια τα τυπικά επαγγελματικά, αποστηθισμένα —χρονολογίες, πρόχειρους ορισμούς κι εύκολες εκτιμήσεις— μα δυο δικά τους λόγια, έτσι που να ξοδέψουν —ή να κερδίσουν— κάτι απ’ το δικό τους χρόνο για τον ίδιο τον εαυτό τους. Ωστόσο ο Νέος σωπαίνει σαν από κάποια απόφαση ή από κάποια πανάρχαιη ανεξήγητη οργή) Μιλάει ο Γέρος:
Κουράστηκα σήμερα πολύ· — βλέπεις κι ετούτη η ζέστη· —όλα τα χρόνια κουράστηκα ανεβοκατεβαίνοντας απ’ το Γυμνάσιο στο Μουσείο, απ’ το Μουσείο στο Θέατρο, απ’ το Θέατρο στο Στάδιο κι ανάστροφα. Κουράστηκα να δείχνω δίχως να βλέπουν· να μιλώ δίχως ν’ ακούν. Ίσως γιατί ’μαι γέρος. Μα, το ξέρω, τίποτα κι από σένα δεν άκουσαν κι ας κοιτούσαν τα χείλη σου. Ίσως μάλιστα εσένα να σ’ άκουσαν λιγότερο, επειδή σε προσέχανε.
Κουράστηκα να περπατώ πέρα δώθε στην Ιερά Οδό στη Στοά των Αθηναίων, στην Κρήνη, στο Ναό του Απόλλωνα, στο χώρο των Κιόνων, — κουράστηκα σάμπως να περπατάω αιώνες. Θαρρώ πως ανήκω στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους και πιότερο ακόμη. Τούτη η κούραση μόνο
μού απομένει δική μου, —και μ’ αρέσει· — τί άλλο να πούμε;
Τί λίγο που κρατάνε — όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες. Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο. Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις τον έρημο ανήφορο ώς το Στάδιο· μια πέτρα κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· — μπορείς να χώσεις εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα. Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων. Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος, δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.
Καλά που φτάνει η νύχτα, — σβήνει ο θόρυβος, σβήνει το τοπίο· άτρεμη σιγαλιά· κι ακούγεται ευδιάκριτα η ανυπαρξία — ήσυχη ευδαιμονία της άκοπης αφαίρεσης κι επανασύνδεσης, σα να δανείζεσαι τα μάτια των σπασμένων αγαλμάτων που όλα τα βλέπουν μακρινά, είτε μέσα τους, χωρίς να νοιάζονται ν’ αποκριθούν. Ελευθερία, μεγάλη ελευθερία της αναγνωρισμένης ξενιτιάς μας.
Όλα είναι πια ό,τι δεν είναι — χωρίς ιστορία, έξω απ’ την ιστορία, — αδιάφορα, μοναχικά, περήφανα, άντικρυ στην επερχόμενη νύχτα. Τέτοιες ώρες θαρρώ πως εννοώ τ’ αγάλματα, τα ζω, τα γνωρίζω.
Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του, με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια μπροστά στο φως ή το σκοτάδι, ενώ στον κούφιο χαλκό του φωλιάζουν οι μικρές αράχνες που ’ρχονται απ’ τα σκονισμένα πεύκα του απέναντι λοφίσκου. Κάποτε μια τέτοια αράχνη ξεπροβαίνει πλάγια απ’ τις πτυχές του χιτώνα του, στέκεται λίγο δίχως να κοιτάζει τίποτα, κι ύστερα σέρνεται αργά στο άψογο πόδι πλάι στο λουρί του σανδάλου ή ανηφορίζει στο δεξί του κρόταφο και μένει ασάλευτη σημαδεύοντας απλά και οικεία το βουερό, απεριόριστο ανεξήγητο.
Τότε όλα παίρνουν κάποιο νόημα μέσα στην έλλειψη κάθε νοήματος — αυτή η ερημική κολόνα, εγκαταλελειμμένη στο ύψος της, ο Κλέοβις και ο Βίτων κάτω απ’ τις παράφορες φωνές των τζιτζικιών, εκείνα τα χωριάτικα κιλίμια, απλωμένα στο κριπίδωμα του δρόμου, οι πέντε νέοι που συναντήσαμε το μεσημέρι με τ’ ανοιχτά πουκάμισα, τις ροδοδάφνες και τα σπάρτα· —ωραίοι, ανόητοι, αναιδείς— εκείνοι που φωτογραφίζονταν δίπλα στ’ αγάλματα.
Και πια, δεν έχω αντίρρηση καμιά, μες στην ωραία κούρασή μου. Κοίτα: τούτα τα κάθετα βουνά, πέτρινα κι όμως ανυπόστατα, ανασαίνουν γαλήνια τη δική τους διαυγή μοναξιά, ξεκουράζονται ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω απ’ τη σκόνη που αφήνουν τα οχήματα. Εκεί πολύ συχνά, τα μεσημέρια ή και το δείλι, πετάνε τρεις πανίσχυροι αϊτοί· κάποτε ακινητούνε μες στη μεγάλη, σκοτεινή τους στιλπνότητα — τόσο απλησίαστοι κι αμέτοχοι, και μονομιάς οι περιηγητές τεντώνουν προς αυτούς το λαιμό τους σα να διακρίνουν στη θέση των αϊτών τα σημάδια του αρχαίου αετώματος που λείπει απ’ το ναό του Απόλλωνα. Οι σκιές των αϊτών γκρεμίζονται στα πλάγια του βουνού σε μια θριαμβευτική κατάρρευση, άλλοτε μένουν ασάλευτες πάνω στον ελαιώνα ή πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ή στην άσφαλτο ακόμη απλώνοντας κάποιες κρυφές νησίδες, σκοτεινές, σχεδόν υπόγειες, πάνω στ’ ολόφωτο μεσημέρι, — νησίδες διφορούμενες σαν τους χρησμούς του Μαντείου ή σαν τα λόγια που δεν είπαμε.
Τότε, φαντάζομαι πως άξαφνα μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των εκδρομέων όλες οι πλάκες με τα γεωμετρικά τοπία σκοτεινιάζουν — δε μένει πια παρά ένα ασάλευτο μαύρο αντίθετο απ’ την κουρασμένη θέληση των αγαλμάτων· γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι το αρνητικό όλου του μαύρου. Αυτά, με τα κομμένα τους χέρια πολλά μας προσφέρουν, — ή μήπως μας παίρνουν; Τί να δώσουν τ’ αγάλματα; Μα ίσως η ευτυχία να ’ναι η άρνηση κι η στέρηση όλων.
Αμφίβολη ευτυχία, θα πεις· μα πιθανόν η μόνη χωρίς το φόβο πια της δυσαναλογίας ή της φθοράς. Κι εδώ μονάχα συναντιούνται οι πικραμένοι, οι δίκαιοι, οι διωγμένοι — μια κοινωνία μυστική και σιωπηλή που την εσπέρα ή τον όρθρο πλημμυρίζει απ’ τ’ ανήκουστο καμπάνισμα του απείρου, — όπως εκείνο το μικρό σπίτι του καντηλανάφτη στον περίβολο της εκκλησίας που κάθε αυγή, όταν τινάζουν απ’ τα δυο παράθυρα τα λιωμένα σεντόνια, πλημμυρίζουν οι κάμαρες απ’ τον εύρωστον ήχο της δεσποτικής καμπάνας, πλημμυρίζουν τα κρεβάτια, τα ντουλάπια, οι καρέκλες, το σανιδένιο τραπέζι στρωμένο με μια εφημερίδα, ακόμη και τα φλιτζανάκια του πρωινού καφέ που έμειναν άπλυτα μες στην κουζίνα, τόσο που οι άνθρωποι δεν έχουν θέση πια να καθίσουν ούτε φωνή να μιλήσουν ούτε αυτιά ν’ ακούσουν, αποσπασμένοι, ελεύθεροι, χαμένοι.
Έτσι μετέωροι, υψωμένοι, βασταγμένοι απ’ το χάλκινον ήχο της καμπάνας, νιώθουν σα να ’ναι περασμένα κάτω απ’ τις μασκάλες τους τα δυο μεγάλα χέρια της αθανασίας, σαν κρατημένοι από δυο χάλκινες, πανίσχυρες φτερούγες πάνω, ψηλά, μην ξέροντας πού βρίσκονται ή αν βρίσκονται και πού θα πέσουν.
Σ’ αυτό το αδιαχώρητο και το ύψος, μπορεί να συντελείται αυτή η συνάντηση κι αυτή η λαθραία ελευθερία — βουβή αμφικτυονία— πώς να τη δει, πώς να την εκπορθήσει ο ξένος; Άκου, η κρήνη, μια μικρή φλέβα που ανεβαίνει απ’ τα έγκατα, χωρίς να χάνει τίποτε από τη μυστικότητά της — μια κομμένη φλέβα τόσο ενσυνείδητα ήρεμη που να προδίδεται το βάθος της. Κι αυτό, μαζί με τ’ άλλα, ανώφελο, ανώφελο. Κουράστηκα.
Κουράστηκα να λέω χρονολογίες— 590, 447, 356· — αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι — τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι). Και πάλι οι Αμφικτυονίες. Πάλι τα Πύθια. Οι νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα· ασπίδες, κράνη, λάμποντας στον ήλιο, τυφλώνοντας τα μάτια· έτρεχαν τ’ άλογα μες στη φωτιά, τα χελιδόνια φώναζαν πάνω απ’ τις φλόγες· τ’ αγάλματα έκρυβαν τα μάτια τους στα χέρια τους. Οι ιερομνήμονες να μένουν στους Δελφούς, κι οι Κιρραίοι στα βουνά σαν αγρίμια· οι Φώκιοι Δελφοί ενάντια στους Φωκιείς· λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις, χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επίνειων· η Πυθία άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου — πόλεμος.
Γύρω τους έκαιγε ο ήλιος· ψήνονταν οι πέτρες· ο αγέρας βάραινε απ’ το πλατάγισμα των κορακιών. Η οσμή του θανάτου πότιζε ώς μέσα τις ρίζες των δέντρων. Στους ναούς υψώνονταν καινούρια αφιερώματα — πότε ο ξακουσμένος τριπλός όφις των Ελλήνων, πότε ο χρυσός κρατήρας των Ρωμαίων, στη μνήμη της νίκης τους κατά των Ουηίων, πότε τα 1500 τάλαντα της διαθήκης του Αλεξάνδρου. Κι οι Φωκιείς να γδύνουν το ναό των Αλκμεωνιδών απ’ τα χρυσά κι αργυρά τάματά του να κόβουν απ’ τα ολόχρυσα Δέλφια αγάλματα νομίσματα για να πληρώσουν τους στρατιώτες που μάχονταν ενάντια στους Δελφούς. Τί είδαν τα μάτια των ανθρώπων και των αγαλμάτων.
Τότε ήτανε που ένας νεκρός στρατιώτης έβγαλε τις αρβύλες του, ήπιε νερό απ’ το ζεσταμένο παγούρι του, κοίταξε κάτου τη θάλασσα, και πέφτοντας επάνω στο ίδιο του το ακόντιο σκοτώθηκε. Το παγούρι του κανένας δεν το μνημονεύει· μα ίσως να ’ναι εκείνο στο υπόγειο του Μουσείου, στα άχρηστα, στο δεξί τοίχο· — έχει μια μαύρη δυσδιάκριτη παράσταση: ένα παλικάρι που τρίβει τα πόδια του χαμογελώντας, — το χαμόγελο διακρίνεται σαν απροστάτευτο, σαν πονηρό — ένα τίποτα. Βαρέθηκα.
Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα· κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα, τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα· αυτά που υποκριθήκαν τους θεούς για να καλύψουν τη θεϊκότητά τους, για να καλύψουν τη μεγάλη τους, αβάσταχτη ειλικρίνεια και να περάσουν τάχα στην αθανασία ολόγυμνα· —ποιά;— αυτά που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους, αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.
Βέβαια, αργότερα, κι αυτά κι οι τεχνίτες τους υπόκυψαν στην τυραννία. Η τέχνη έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες· μια τέχνη τέχνασμα πια. Και τα αγάλματα κατάντησαν ογκώδη κι υπερφυσικά κολακεύοντας τα πρότυπά τους, αποκρύβοντας εμφατικά την υστεροβουλία δωρητών, πωλητών, αγοραστών, παραγγελιοδόχων, εργολάβων.
Έτσι τ’ αγάλματα ντυθήκαν. Την απλή, τη στέρεη γύμνια τους, την τόσο δύσκολη, αντικατάστησε η περίτεχνη, πολύπλοκη πτυχολογία η κάπως πιο ελεύθερη, ας πούμε, χάρη στις ευκολίες διαφυγής και μεταμφίεσης κάτω από πέπλα και μακριούς χιτώνες· — πότε πότε μπορείς και κάτω απ’ αυτούς να διακρίνεις τρεμάμενο σαν προσευχή ένα ανθρώπινο μέλος κι αγγίζοντας το πέτρινο γόνατο μιας συντριμμένης θεότητας να νιώσεις όλα τα κρυμμένα. Μα κι αυτά τί χρειάζονται;
Κάποτε, τούτες οι κολόνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κι οι κερκίδες του θεάτρου είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτικήν ανάγκη της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία της νίκης, μόνο με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της γυμνότητας.
Λοιπόν, τί χρειάζονται όλα αυτά; — σχόλια, επαναλήψεις, ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα τα σύγχρονά μας σκηνικά, φτηνά, μπογιαντισμένα, από χαρτί και λινάτσα, μέσα στο φως της μέρας που έφευγε· — χαρτονένιες κολόνες, χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, — δεν καλοπρόσεξα· τέλειωνε το έργο· οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν, στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.
Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου ανήκουστη, βαθιά, επιβλητική, μακρινή, ξένη, ωστόσο δική μας· — σου γεννάει και πάλι τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις· κι ανακαλύπτεις κιόλας κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως της εσπέρας και στα μάρμαρα, ανάμεσα στις φτωχές χαρτονένιες κολόνες και στο ναό του Απόλλωνα, ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντίλια των μανάδων.
Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας, όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της, όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.
Τί ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κι η κρήνη. Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη· Ύστατη ευπείθεια· ολιγαρκής απελπισία — ίσως κι ολιγωρία. Και πάντα αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα· οι προβολείς στα δέντρα· κι αυτό το τραγούδι, — σε τί τάχα αποκρίνονται; σε τί τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει. Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι —τη νιώθεις;— πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα να ’χω πεινάσει. Ώρα να κατεβούμε. Τί λες; Πέφτει λίγη υγρασία.
(Σώπασε. Ο Νέος χαμογέλασε με κάποια συγκατάβαση που την έκρυβε η γλυκιά σκιά της βραδιάς. Όσο μιλούσε ο Γέρος, αυτός στοχάζονταν μ’ επιμονή και πείσμα, ίσως και κάποια περηφάνια: «Εγώ αισθάνομαι και σκέφτομαι ιστορικά, ποσοτικά». Κι ίσως αναλογιζόταν ότι εδώ υπήρχαν κάποτε 73.000 αγάλματα μαζί μ’ εκείνο του περίφημου δύτη της Σκύλιδος απ’ τη Σκιώνη της Μακεδονίας και το άλλο της Ύδνης. Αυτά τα δύο κυρίως, αν και άγνωστά του, ήθελε ν’ αντιπαραθέσει σαν μυστική εκδίκηση στο Γέρο. Ζεσταινόταν ακόμα. Ήθελε να πετάξει τα ρούχα του, να κάνει ένα λουτρό. Το φεγγάρι τού φαινόταν σαν άσπρη γούρνα με διάφεγγο, καθάριο, δροσερό νερό. Βέβαια, δεν τ’ ομολόγησε στο Γέρο, ούτε γδύθηκε. Το ’νιωθε ανάρμοστο και μάλιστα ειδεχθές να γυμνωθεί μπροστά του. Πώς να ’ταν ο δύτης της Σκύλιδος; Κι η σκιά του στο μάρμαρο με το φεγγάρι; Δε μίλησαν άλλο. Στα μάτια τους σπίθιζε κρυφά μια αμοιβαία επιείκεια. Κατηφορίσανε μαζί για να δειπνήσουν στο μικρό εστιατόριο "Πυθία", που ’χε αραδιασμένα τα τραπέζια του κατά μήκος του πεζοδρομίου).
ΔΕΛΦΟΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1961 – Απρίλης 1962
Ενα ποίημα-αφήγημα του Γιάννη Ρίτσου για τους Δελφούς όπως το συνέλαβαν το πνεύμα και οι αισθήσεις του ποιητή στην επίσκεψή του το 1961.
ΔΕΛΦΟΙ
(Ο ήλιος έγειρε. Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών, ώς κάτω, βαθιά, στην κοιλάδα με τον απέραντο ελαιώνα. Οι δύο οδηγοί αρχαιοτήτων, ο Γέρος και ο Νέος, συναντήθηκαν στα προπύλαια, μετά το μόχθο μιας κατάφωτης θερινής ημέρας. Καλησπερίστηκαν νεύοντας κουρασμένοι με το κεφάλι. Κάθισαν στα σπασμένα μάρμαρα, ζεστά ακόμη απ’ το λιοπύρι. Δροσίζει λίγο λίγο. Οι εκδρομείς κι οι περιηγητές κατηφορίζουν προς τη δημοσιά, κρατώντας αγριολούλουδα, σπάρτα, έντυπους οδηγούς σε διάφορες γλώσσες, κάρτες γυμνών αγαλμάτων ή ταγάρια αγορασμένα λίγο πριν απ’ τα μαγαζάκια λαϊκής χειροτεχνίας. Κάτω, στο μεγάλο δρόμο, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα, τα ραδιόφωνα, τους λεμονατζήδες, τα εκδρομικά λεωφορεία — γέλια νεανικά, φωνές και τραγούδια, ενώ εδώ δεσπόζει κιόλας η ιερή, σχεδόν κυκλική, σιωπή. Οι κραυγές των τελευταίων τζιτζικιών και των πρώτων γρύλων παίρνει μιαν άλλη τονικότητα στην περιοχή των ερειπίων. Αρχίζει ν’ ακούγεται κι η κρήνη. Οι δύο οδηγοί αισθάνονται το κύλισμα του νερού, ίσως απ’ την ανάγκη τους να σκεφτούν, ακίνητοι τώρα αυτοί, μια κίνηση απ’ τα μέσα, που δεν τους υποχρεώνει να κινηθούν ή να μιλήσουν, μα τους δροσίζει με την έννοια της υγρότητας και της ροής. Με ταυτόχρονη κίνηση σκούπισαν κι οι δύο τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό τους. Παρόλη τη διαφορά της ηλικίας τους, σμίγουν ετούτη τη στιγμή στην ίδια σωματική κούραση και στην ίδια διάθεση να πουν — όχι πια τα τυπικά επαγγελματικά, αποστηθισμένα —χρονολογίες, πρόχειρους ορισμούς κι εύκολες εκτιμήσεις— μα δυο δικά τους λόγια, έτσι που να ξοδέψουν —ή να κερδίσουν— κάτι απ’ το δικό τους χρόνο για τον ίδιο τον εαυτό τους. Ωστόσο ο Νέος σωπαίνει σαν από κάποια απόφαση ή από κάποια πανάρχαιη ανεξήγητη οργή) Μιλάει ο Γέρος:
Κουράστηκα σήμερα πολύ· — βλέπεις κι ετούτη η ζέστη· —όλα τα χρόνια κουράστηκα ανεβοκατεβαίνοντας απ’ το Γυμνάσιο στο Μουσείο, απ’ το Μουσείο στο Θέατρο, απ’ το Θέατρο στο Στάδιο κι ανάστροφα. Κουράστηκα να δείχνω δίχως να βλέπουν· να μιλώ δίχως ν’ ακούν. Ίσως γιατί ’μαι γέρος. Μα, το ξέρω, τίποτα κι από σένα δεν άκουσαν κι ας κοιτούσαν τα χείλη σου. Ίσως μάλιστα εσένα να σ’ άκουσαν λιγότερο, επειδή σε προσέχανε.
Κουράστηκα να περπατώ πέρα δώθε στην Ιερά Οδό στη Στοά των Αθηναίων, στην Κρήνη, στο Ναό του Απόλλωνα, στο χώρο των Κιόνων, — κουράστηκα σάμπως να περπατάω αιώνες. Θαρρώ πως ανήκω στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους και πιότερο ακόμη. Τούτη η κούραση μόνο
μού απομένει δική μου, —και μ’ αρέσει· — τί άλλο να πούμε;
Τί λίγο που κρατάνε — όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες. Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο. Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις τον έρημο ανήφορο ώς το Στάδιο· μια πέτρα κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· — μπορείς να χώσεις εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα. Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων. Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος, δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.
Καλά που φτάνει η νύχτα, — σβήνει ο θόρυβος, σβήνει το τοπίο· άτρεμη σιγαλιά· κι ακούγεται ευδιάκριτα η ανυπαρξία — ήσυχη ευδαιμονία της άκοπης αφαίρεσης κι επανασύνδεσης, σα να δανείζεσαι τα μάτια των σπασμένων αγαλμάτων που όλα τα βλέπουν μακρινά, είτε μέσα τους, χωρίς να νοιάζονται ν’ αποκριθούν. Ελευθερία, μεγάλη ελευθερία της αναγνωρισμένης ξενιτιάς μας.
Όλα είναι πια ό,τι δεν είναι — χωρίς ιστορία, έξω απ’ την ιστορία, — αδιάφορα, μοναχικά, περήφανα, άντικρυ στην επερχόμενη νύχτα. Τέτοιες ώρες θαρρώ πως εννοώ τ’ αγάλματα, τα ζω, τα γνωρίζω.
Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του, με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια μπροστά στο φως ή το σκοτάδι, ενώ στον κούφιο χαλκό του φωλιάζουν οι μικρές αράχνες που ’ρχονται απ’ τα σκονισμένα πεύκα του απέναντι λοφίσκου. Κάποτε μια τέτοια αράχνη ξεπροβαίνει πλάγια απ’ τις πτυχές του χιτώνα του, στέκεται λίγο δίχως να κοιτάζει τίποτα, κι ύστερα σέρνεται αργά στο άψογο πόδι πλάι στο λουρί του σανδάλου ή ανηφορίζει στο δεξί του κρόταφο και μένει ασάλευτη σημαδεύοντας απλά και οικεία το βουερό, απεριόριστο ανεξήγητο.
Τότε όλα παίρνουν κάποιο νόημα μέσα στην έλλειψη κάθε νοήματος — αυτή η ερημική κολόνα, εγκαταλελειμμένη στο ύψος της, ο Κλέοβις και ο Βίτων κάτω απ’ τις παράφορες φωνές των τζιτζικιών, εκείνα τα χωριάτικα κιλίμια, απλωμένα στο κριπίδωμα του δρόμου, οι πέντε νέοι που συναντήσαμε το μεσημέρι με τ’ ανοιχτά πουκάμισα, τις ροδοδάφνες και τα σπάρτα· —ωραίοι, ανόητοι, αναιδείς— εκείνοι που φωτογραφίζονταν δίπλα στ’ αγάλματα.
Και πια, δεν έχω αντίρρηση καμιά, μες στην ωραία κούρασή μου. Κοίτα: τούτα τα κάθετα βουνά, πέτρινα κι όμως ανυπόστατα, ανασαίνουν γαλήνια τη δική τους διαυγή μοναξιά, ξεκουράζονται ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω απ’ τη σκόνη που αφήνουν τα οχήματα. Εκεί πολύ συχνά, τα μεσημέρια ή και το δείλι, πετάνε τρεις πανίσχυροι αϊτοί· κάποτε ακινητούνε μες στη μεγάλη, σκοτεινή τους στιλπνότητα — τόσο απλησίαστοι κι αμέτοχοι, και μονομιάς οι περιηγητές τεντώνουν προς αυτούς το λαιμό τους σα να διακρίνουν στη θέση των αϊτών τα σημάδια του αρχαίου αετώματος που λείπει απ’ το ναό του Απόλλωνα. Οι σκιές των αϊτών γκρεμίζονται στα πλάγια του βουνού σε μια θριαμβευτική κατάρρευση, άλλοτε μένουν ασάλευτες πάνω στον ελαιώνα ή πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ή στην άσφαλτο ακόμη απλώνοντας κάποιες κρυφές νησίδες, σκοτεινές, σχεδόν υπόγειες, πάνω στ’ ολόφωτο μεσημέρι, — νησίδες διφορούμενες σαν τους χρησμούς του Μαντείου ή σαν τα λόγια που δεν είπαμε.
Τότε, φαντάζομαι πως άξαφνα μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των εκδρομέων όλες οι πλάκες με τα γεωμετρικά τοπία σκοτεινιάζουν — δε μένει πια παρά ένα ασάλευτο μαύρο αντίθετο απ’ την κουρασμένη θέληση των αγαλμάτων· γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι το αρνητικό όλου του μαύρου. Αυτά, με τα κομμένα τους χέρια πολλά μας προσφέρουν, — ή μήπως μας παίρνουν; Τί να δώσουν τ’ αγάλματα; Μα ίσως η ευτυχία να ’ναι η άρνηση κι η στέρηση όλων.
Αμφίβολη ευτυχία, θα πεις· μα πιθανόν η μόνη χωρίς το φόβο πια της δυσαναλογίας ή της φθοράς. Κι εδώ μονάχα συναντιούνται οι πικραμένοι, οι δίκαιοι, οι διωγμένοι — μια κοινωνία μυστική και σιωπηλή που την εσπέρα ή τον όρθρο πλημμυρίζει απ’ τ’ ανήκουστο καμπάνισμα του απείρου, — όπως εκείνο το μικρό σπίτι του καντηλανάφτη στον περίβολο της εκκλησίας που κάθε αυγή, όταν τινάζουν απ’ τα δυο παράθυρα τα λιωμένα σεντόνια, πλημμυρίζουν οι κάμαρες απ’ τον εύρωστον ήχο της δεσποτικής καμπάνας, πλημμυρίζουν τα κρεβάτια, τα ντουλάπια, οι καρέκλες, το σανιδένιο τραπέζι στρωμένο με μια εφημερίδα, ακόμη και τα φλιτζανάκια του πρωινού καφέ που έμειναν άπλυτα μες στην κουζίνα, τόσο που οι άνθρωποι δεν έχουν θέση πια να καθίσουν ούτε φωνή να μιλήσουν ούτε αυτιά ν’ ακούσουν, αποσπασμένοι, ελεύθεροι, χαμένοι.
Έτσι μετέωροι, υψωμένοι, βασταγμένοι απ’ το χάλκινον ήχο της καμπάνας, νιώθουν σα να ’ναι περασμένα κάτω απ’ τις μασκάλες τους τα δυο μεγάλα χέρια της αθανασίας, σαν κρατημένοι από δυο χάλκινες, πανίσχυρες φτερούγες πάνω, ψηλά, μην ξέροντας πού βρίσκονται ή αν βρίσκονται και πού θα πέσουν.
Σ’ αυτό το αδιαχώρητο και το ύψος, μπορεί να συντελείται αυτή η συνάντηση κι αυτή η λαθραία ελευθερία — βουβή αμφικτυονία— πώς να τη δει, πώς να την εκπορθήσει ο ξένος; Άκου, η κρήνη, μια μικρή φλέβα που ανεβαίνει απ’ τα έγκατα, χωρίς να χάνει τίποτε από τη μυστικότητά της — μια κομμένη φλέβα τόσο ενσυνείδητα ήρεμη που να προδίδεται το βάθος της. Κι αυτό, μαζί με τ’ άλλα, ανώφελο, ανώφελο. Κουράστηκα.
Κουράστηκα να λέω χρονολογίες— 590, 447, 356· — αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι — τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι). Και πάλι οι Αμφικτυονίες. Πάλι τα Πύθια. Οι νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα· ασπίδες, κράνη, λάμποντας στον ήλιο, τυφλώνοντας τα μάτια· έτρεχαν τ’ άλογα μες στη φωτιά, τα χελιδόνια φώναζαν πάνω απ’ τις φλόγες· τ’ αγάλματα έκρυβαν τα μάτια τους στα χέρια τους. Οι ιερομνήμονες να μένουν στους Δελφούς, κι οι Κιρραίοι στα βουνά σαν αγρίμια· οι Φώκιοι Δελφοί ενάντια στους Φωκιείς· λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις, χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επίνειων· η Πυθία άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου — πόλεμος.
Γύρω τους έκαιγε ο ήλιος· ψήνονταν οι πέτρες· ο αγέρας βάραινε απ’ το πλατάγισμα των κορακιών. Η οσμή του θανάτου πότιζε ώς μέσα τις ρίζες των δέντρων. Στους ναούς υψώνονταν καινούρια αφιερώματα — πότε ο ξακουσμένος τριπλός όφις των Ελλήνων, πότε ο χρυσός κρατήρας των Ρωμαίων, στη μνήμη της νίκης τους κατά των Ουηίων, πότε τα 1500 τάλαντα της διαθήκης του Αλεξάνδρου. Κι οι Φωκιείς να γδύνουν το ναό των Αλκμεωνιδών απ’ τα χρυσά κι αργυρά τάματά του να κόβουν απ’ τα ολόχρυσα Δέλφια αγάλματα νομίσματα για να πληρώσουν τους στρατιώτες που μάχονταν ενάντια στους Δελφούς. Τί είδαν τα μάτια των ανθρώπων και των αγαλμάτων.
Τότε ήτανε που ένας νεκρός στρατιώτης έβγαλε τις αρβύλες του, ήπιε νερό απ’ το ζεσταμένο παγούρι του, κοίταξε κάτου τη θάλασσα, και πέφτοντας επάνω στο ίδιο του το ακόντιο σκοτώθηκε. Το παγούρι του κανένας δεν το μνημονεύει· μα ίσως να ’ναι εκείνο στο υπόγειο του Μουσείου, στα άχρηστα, στο δεξί τοίχο· — έχει μια μαύρη δυσδιάκριτη παράσταση: ένα παλικάρι που τρίβει τα πόδια του χαμογελώντας, — το χαμόγελο διακρίνεται σαν απροστάτευτο, σαν πονηρό — ένα τίποτα. Βαρέθηκα.
Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα· κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα, τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα· αυτά που υποκριθήκαν τους θεούς για να καλύψουν τη θεϊκότητά τους, για να καλύψουν τη μεγάλη τους, αβάσταχτη ειλικρίνεια και να περάσουν τάχα στην αθανασία ολόγυμνα· —ποιά;— αυτά που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους, αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.
Βέβαια, αργότερα, κι αυτά κι οι τεχνίτες τους υπόκυψαν στην τυραννία. Η τέχνη έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες· μια τέχνη τέχνασμα πια. Και τα αγάλματα κατάντησαν ογκώδη κι υπερφυσικά κολακεύοντας τα πρότυπά τους, αποκρύβοντας εμφατικά την υστεροβουλία δωρητών, πωλητών, αγοραστών, παραγγελιοδόχων, εργολάβων.
Έτσι τ’ αγάλματα ντυθήκαν. Την απλή, τη στέρεη γύμνια τους, την τόσο δύσκολη, αντικατάστησε η περίτεχνη, πολύπλοκη πτυχολογία η κάπως πιο ελεύθερη, ας πούμε, χάρη στις ευκολίες διαφυγής και μεταμφίεσης κάτω από πέπλα και μακριούς χιτώνες· — πότε πότε μπορείς και κάτω απ’ αυτούς να διακρίνεις τρεμάμενο σαν προσευχή ένα ανθρώπινο μέλος κι αγγίζοντας το πέτρινο γόνατο μιας συντριμμένης θεότητας να νιώσεις όλα τα κρυμμένα. Μα κι αυτά τί χρειάζονται;
Κάποτε, τούτες οι κολόνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κι οι κερκίδες του θεάτρου είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτικήν ανάγκη της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία της νίκης, μόνο με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της γυμνότητας.
Λοιπόν, τί χρειάζονται όλα αυτά; — σχόλια, επαναλήψεις, ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα τα σύγχρονά μας σκηνικά, φτηνά, μπογιαντισμένα, από χαρτί και λινάτσα, μέσα στο φως της μέρας που έφευγε· — χαρτονένιες κολόνες, χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, — δεν καλοπρόσεξα· τέλειωνε το έργο· οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν, στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.
Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου ανήκουστη, βαθιά, επιβλητική, μακρινή, ξένη, ωστόσο δική μας· — σου γεννάει και πάλι τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις· κι ανακαλύπτεις κιόλας κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως της εσπέρας και στα μάρμαρα, ανάμεσα στις φτωχές χαρτονένιες κολόνες και στο ναό του Απόλλωνα, ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντίλια των μανάδων.
Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας, όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της, όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.
Τί ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κι η κρήνη. Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη· Ύστατη ευπείθεια· ολιγαρκής απελπισία — ίσως κι ολιγωρία. Και πάντα αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα· οι προβολείς στα δέντρα· κι αυτό το τραγούδι, — σε τί τάχα αποκρίνονται; σε τί τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει. Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι —τη νιώθεις;— πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα να ’χω πεινάσει. Ώρα να κατεβούμε. Τί λες; Πέφτει λίγη υγρασία.
(Σώπασε. Ο Νέος χαμογέλασε με κάποια συγκατάβαση που την έκρυβε η γλυκιά σκιά της βραδιάς. Όσο μιλούσε ο Γέρος, αυτός στοχάζονταν μ’ επιμονή και πείσμα, ίσως και κάποια περηφάνια: «Εγώ αισθάνομαι και σκέφτομαι ιστορικά, ποσοτικά». Κι ίσως αναλογιζόταν ότι εδώ υπήρχαν κάποτε 73.000 αγάλματα μαζί μ’ εκείνο του περίφημου δύτη της Σκύλιδος απ’ τη Σκιώνη της Μακεδονίας και το άλλο της Ύδνης. Αυτά τα δύο κυρίως, αν και άγνωστά του, ήθελε ν’ αντιπαραθέσει σαν μυστική εκδίκηση στο Γέρο. Ζεσταινόταν ακόμα. Ήθελε να πετάξει τα ρούχα του, να κάνει ένα λουτρό. Το φεγγάρι τού φαινόταν σαν άσπρη γούρνα με διάφεγγο, καθάριο, δροσερό νερό. Βέβαια, δεν τ’ ομολόγησε στο Γέρο, ούτε γδύθηκε. Το ’νιωθε ανάρμοστο και μάλιστα ειδεχθές να γυμνωθεί μπροστά του. Πώς να ’ταν ο δύτης της Σκύλιδος; Κι η σκιά του στο μάρμαρο με το φεγγάρι; Δε μίλησαν άλλο. Στα μάτια τους σπίθιζε κρυφά μια αμοιβαία επιείκεια. Κατηφορίσανε μαζί για να δειπνήσουν στο μικρό εστιατόριο "Πυθία", που ’χε αραδιασμένα τα τραπέζια του κατά μήκος του πεζοδρομίου).
ΔΕΛΦΟΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1961 – Απρίλης 1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου