Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

ΕΝΑ ΠΕΠΟΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ - Β' ΜΕΡΟΣ

Μια αυθεντική, ωστόσο άγνωστη, ιστορία απο τη ζωή του Αγγελου Σικελιανού στους Δελφούς (πιθανά λίγο πριν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές του 1927). Εμπειρία δυσάρεστη κι επικίνδυνη για οποιονδήποτε που ο Σικελιανός μετέτρεψε σε τελετή μύησης. Στο γλαφυρό κείμενο του Σκουβαρά αποτυπώνονται και άλλες πτυχές της Δελφικής Ιδέας έστω και σε απλή αναφορά, για να μπορέσει να ρεύσει η εξέλιξη του περιστατικού, όπως παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, στην ισότητα των φύλων, τις οικονομικές συναλλαγές, την απονομή δικαιοσύνης. Στοιχεία που χαρακτηρίστηκαν απο πολλούς ουτοπικά, όπως κι όλη η σύλληψη της Δ.Ι. και είναι – και θα παραμείνουν μια ουτοπία όσο οι κοινωνίες δεν σταματήσουν να αποδέχονται πράγματα και καταστάσεις που είναι αντίθετες στη γενικότερη ανθρωπιστική ηθική. Θα μπορουσε άραγε ένας άλλος τίτλος του κειμένου να είναι “ Πως οι ποιητές θα σώσουν τον κόσμο”; (Γ.Χ)

Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ

(Η συνάντηση του Σικελιανού με τον  Μοναστηριώτη βρίσκεται στην κορύφωσή της και τα λόγια του ποιητή έχουν μαλακώσει την αγριάδα του ληστή που τον ακούει με έκπληξη αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον)

ΕΝΑ ΠΕΠΟΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ - Β' ΜΕΡΟΣ

Ο ληστής είχε απομείνει βουβός. Ποτέ του δεν είχε φανταστή το παραρριγμένο και κυνηγημένο τούτο αγρίμι, πως είχε μια τόσο βαρειά και συμφιλιώτρα αποστολή μέσα στην εχτρική κοινωνία που ζούσε. Και βυθίστηκε στη συλλογή.
Ο ποιητής βημάτισε πάλι. Στάθηκε καταμεσίς στην πλατωσιά. Το φεγγάρι βασιλεύοντας είχε τρυπώσει στα κλαδιά και του σκόρπισε μια χεριά ασήμια στο πλατύ κούτελό του. Φάνταζε σαν ένα αλλοτινό πλάσμα . Κι η φωνή του βουερή αντήχησε στη ρεματιά. Τ' αηδόνι απορημένο έκοψε το τραγούδι του, ο βάτραχος το κόασμά του. Μονάχα η βρύση, τόλμησε να ισοκρατήση με το κελάρυσμά της την βαθύκαρδη κλήση του. Ηταν μια “παγά λαλέουσα”.
  • Είμαι το πνεύμα, το πανάρχαιο απολλώνιο πνεύμα, που κατέβηκε πρώτο απο τις χιονόσκεπες κορφές της Ιστορίας... Είμαι το προμήνυμα του νέου χορού του καθαρμού απάνω απο το πτώμα του φιδιού, που θρέψαν στη σπηλιά της γήϊνης ύλης, σκοτεινοί, ληθαργημένοι αιώνες. Περιμένω πια την πιο μεγάλη λύτρωσή μου. Θέλω να σαρώσω με μια υπέρτατη αντίσταση, ο,τι μάταιο κι ο,τι σάπιο απο το χώμα. Μη μου κλείνετε πια τα στήθη σας, τη σκέψη σας και την ακοή σας. Ξεκινήστε. Εβγάτε να συναντηθούμε όλοι στην μεγάλη άπλα... είμαι ο ποταμός της φωτεινής Αγιότητας που σας καλεί να ξαναβαφτιστήτε στα προαιώνια κρουσταλλένια νάματά του. Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω... Δε μ' ακούτε; Ο βρυχηθμός μου έχει πια ωριμάσει μες στους αιώνες. Μην αργήτε. Ελάτε, ελάτε στο χαρωπό πανηγύρι της αδερφοσύνης. Ως πότε πιά θε να σας κράζω;
Κι άπλωσε τα χέρια του προς το ληστή σ' ένα γκαρδιακό κάλεσμα.
Ο Μοναστηριώτης είχε πετρώσει σαστισμένος. Θέλησε να σηκωθή, μα ρίχνοντας μια ματιά στα λερά ρούχινα ξεσκλίδια που κρέμονταν απάνω του, απόμεινε καρφωμένος στον ξέρακα και ψέλλισε μ' αλγεινή απελπισία:
  • Θέλω, μα πως νάρθω στο πανηγύρι, κύργιε Αγγελε, ντυμένος μ' αυτά τα κουρέλια, άξουρος κι άκουρος;
  • Δεν πειράζουν, αδερφέ μου, τα κουρέλια. Φτάνει νάναι γιορτοφορεμένη η καρδιά σου. Ελα κι εσύ μαζί μου!
Ομπρός! Ομπρός! Απάνω!
Στον τραχιό, τραχιό μου δρόμο,
με τα μάτια στυλωμένα πάντα στην Κορφή!

Και συνέχισε συνεπαρμένος:
  • Πρέπει α βοηθήσουμε όλοι, αδερφέ! Να χτίσουμε την εκκλησία της καινούργιας ζωής. Να σμείξουμε πόθο με πόθο, χέρι με χέρι, σκέψη με σκέψη. Να στήσουμε σε μια τετράψηλη θημωνιά τη σκόρπια δύναμή μας, να ρίξουμε απλόχερα στο δίσκο της κοινής προσπάθειας τη συντρομή μας, είτε φλωρί είτε δεκάρα!
Ο ληστής είχε χαθή στη μηδαμινότητά του. Πρώτη φορά ένοιωσε να τον αγκουσεύη η φτώχεια σα βαρειά ταφόπετρα στα στήθια του. Παίρνοντας κυριολεχτικά την κλήση του ποιητή για τον ερανικό οβολό, θάφτηκε στη ντροπή. Λες και περνούσε, σαν άλλοτε, απο μπροστά του, καταμεσίς στην εκκλησιά του χωριού του, ο επίτροπος με το δίσκο, κι αυτός, απο ανέχεια κι όχι τσιγκουνιά, δεν άπλωσε το χέρι του να ρίξη την πεντάρα, ν' ακούση το: “Βοήθειά σου!”, να νοιώση το δροσερό ροδόσταμο να ραντίζη την κορφή του, κι ο επίτροπος, να! προσπερνάει και χίλια μάτια νά! Τον κοιτάζουν περιγελαστικά γύρω του. Ω, ν' άνοιγε η γής να τον καταπιή! Και ξέσπασε σ' ενα θλιφτό παράπονο!
  • Και που νάβρω τους παράδες εγώ ο δόλιος, κύργιε Αγγελε; Ούτε δεκάρα τσακιστή δε βαστώ απάνω μου!
Κοντανάσαινε, λες κι ώρα την ώρα θα ξεσπούσε σ' αναφιλιτά. Ετσι έδειχνε μέσα στο μισόφωτο της ρεματιάς. Καθόταν ασάλευτος στον πλατανοκορμό, έπαιζε αμήχανα τα δάχτυλα πάνω στα γόνατά του κι είχε βυθιστή σ' απόκαρδους διαλογισμούς.
Ο ποιητής βουβός κι αυτός, τον συντρόφευε στη βουβασιά του. Τέλος ο Μοναστηριώτης, σα να βρήκε με το φτωχό μυαλό του μια λύση στην αμηχανία του:
  • Ξέρεις, κύργιε Αγγελε! Εδώ στον τορβά μου έχω ένα πεπόνι. Το έκλεψα το δειλινό απο ένα μποστάνι. Θέλεις να στο δώκω; Χρειαζούμενο είναι, φαγώσιμο! Πες πως σούδωσα ένα φράγκο!

     
    Και σύγκαιρα τράβηξε απο δίπλα το ταγάρι, έβγαλε το πεπόνι, σηκώθηκε και τ' άπλωσε του ποιητή.
    Ηταν μια απρόσμενη, απλοϊκή αψεμμάτιστη ωστόσο προσφορά. Ξαφνιασμένος ο ποιητής απ' την αυθορμησία, ξέσπασε κατόπι σ' ένα πλατύ κι ανοιχτόκαρδο γέλιο. Το γέλιο του Σικελιανού. Και χωρίς να χάση καιρό αγκάλιασε το ληστή και, χτυπώντας τον γκαρδιακά στην πλάτη:

  • Και βέβαια, αδερφέ μου, το παίρνω μετά χαράς! Ποιός το είπε πως δεν τρώνε πεπόνια όσοι δουλεύουν για τη Δελφική ιδέα; Μα, μια και γενήκαμε απόψε σύντροφοι στο έργο, κάθισε να φάμε μαζί!
Και τον τράβηξε να καθίσουν στον ξέρακα. Τα μάτια του Μοναστηριώτη γελούσαν, τ' αγριωπά γένια του λες και ήταν παριχυμένα μ' άνα αμυδρό φέγγισμα. Τράβηξε απ' το ζωνάρι του το μαχαίρι, το ξεθηκάρωσε και τόδωσε του ποιητή ;
  • Αειντε, κόφτο και μέρασέ του, κύργιε Αγγελε! Εσύ είσαι ο πρωτομάστορης!
Απλωσαν κατάχαμα το βρώμικο τορβά, πεντάγιο θαρρείς αντιμήνσιο στην Αγια Τράπεζα της φιλίας και της αδερφοσύνης. Η λεπίδα βυθίστηκε στην απαλή σάρκα του πεπονιού μυσταγωγικά, λες κι απόκοσμα, σαν τη λόγχη που μερίζει τη σάρκα του Χριστού πάνω στ' άγιο αρτοφόρι. Γύρωθε σα να φτερούγιζαν μυστικά λόγια: “Μέλλων φαγείν, άνθρωπε, σώμα Δεσπότου, πρώτον καταλλάγηθι τους σε λυπούσιν, έπειτα θαρρών μυστικήν βρώσιν φάγε...” . Ετρωγαν αμίλητοι κι οι δυό τους. Μπορεί και ν' αφουγκράζονταν : “... και γενέσθω μοι τα άγια ταύτα εις ίασιν και κάθαρσιν και φωτισμόν και φυλακτήριον και σωτηρίαν και αγιασμόν ψυχής και σώματος... και κουφισμόν του βάρους των πολλών μου πλημμελημάτων... ίνα μη θηριάλωτος υπό του νοητού λύκου γένωμαι...”
Ετσι ενωτιζόταν ο ληστής τον ανέγνωρο Θεό του.Και σύνωρα ο ποιητής ένοιωθε ν' αρδεύεται το είναι του απο κάποιον Διονυσόδοτο Ιησού :

Κι Εσύ στερνέ,
Αρτοκόπε,
της καρδιάς Σου μεραστή!
Ω μυστική γαλήνη,
χώμα μου θεοφόρο,
π' ούρμασα την καρδιά μου
κι άστρο το κρασί
κρατώντας της αθανασίας Σου
μέσα μου το σπόρο
έτσι σφιχτά,
καθώς ο Ικάριος το Διόνυσο,
ένα βράδυ,
γεμοφέγγαρο,
άνοιξη όλο, σαν εκείνο,
μ' όλα τα δέντρα ανθισμέενα
κι ευωδάτα ως αμβροσία,
εξένισα βαθιά σου,
με της γής που γνώρισα τα δώρα,
τον Ιησού!

Σε μια στιγμή ο Μοναστηριώτης έκοψε τη σιγή :
  • Ξέρεις τι σκέφτηκα, κύργιε Αγγελε; Και να με συμπαθάς για το θάρρος μου! Αυτή η Δελφική Ιδέα, μου φαίνεται καλύτερο.. να, πως να στο πω... είναι πιο ταιριαστό να τη πούμε Αδερφική Ιδέα!
Ο ποιητής ξαφνιάστηκε στη γνώμη του. Δε θέλησε να τον μεταπείση. Με γκαρδιακή συγκατάβαση επικρότησε τη γνώμη του και τον άφησε να χαίρεται τις ανθρωπιστικές παρετυμολογίες του.
Ηταν βαθιά χαράματα. Τ' αηδόνι ξανάρχισε της οχτάβες του, τα βατράχια το κόασμά τους. Το φεγγάρι είχε βασιλέψει... Σε λίγο θα ξημέρωνε για καλά. Σχεδόν ταραγμένος ο ληστής τινάχτηκε όρθός.
  • Πω, πω, κύργιε Αγγελε πως ξεχάστηκα! Πρέπει να φύγω! Κάπου να κουρνιάσω, μη με συντύχουνε οι σταυρωτήδες που μ' έχουν στο κοντό!
Αρπαξε τον άδειο τορβά και τον έρριξε στον ώμο. Σήκωσε απο χάμω το τουφέκι κι άπλωσε το χέρι του στον ποιητή. Χαιρετήθηκαν με συγκίνηση, φιλιάτικα και μπιστεμένα. Ανασπάστηκαν ο ένας τον άλλο σταυρωτά και σταυραδερφίσια. Η παλάμη του Μοναστηριώτη, που πριν λίγη ώρα ήταν κρύα και σκληρή σαν απο ατσάλι αρπάγη, τώρα σιγότρεμε θαλπερή και βελούδινη.
  • Εχε γειά, κύργιε Αγγελε! Μπορεί να ξανασμείξουμε, μπορεί και όχι! Τούτο μονάχα σου λέω : Δεν ήμουν κακός άνθρωπος! Αρα -κατάρα τάφερε έτσι ζερβά κι ανάποδα. Να με θυμάσαι, όπως κι εγώ και θάμαι μπεσαλής στην Ιδέα!
Με σβελτοσύνη ρίχτηκε προς την πλαγιά. Ο ποιητής καμάρωνε το λεβέντικο, τ' αλαφίσιο ροβόλημά του. Στην κούρμπα του μονοπατιού σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι και σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό.
  • Εχε γειά! Και σκέψου καλύτερα! Αδερφική να την πής την Ιδέα... Αδερφική!
Και τον κατάπιε το σύνδενδρο λογγάρι.

                                                                         ***       
Ενα -δυό μήνες κατόπι το καταδιωχτικό απόσπασμα στρίμωξε το Μοναστηριώτη σ' ένα αδιάβατο φαράγγι. Το τουφεκίδι έδωσε και πήρε. Μια σφαίρα τον χτύπησε στο πόδι. Τον πήραν τα αίματα. Τουφεκώντας και κουτσαίνοντας χάθηκε στ' αγριοπρίναρα σαν αγρίμι και ξεμάκρυνε με την ψυχή κρατημένη στ' ακρόχειλο. Μπήκε στο ποτάμι και περπάτησε προς τ' απάνω, πάντα μές στο νερό, για να σβηστούν τα ματωμένα χνάρια του. Το πούσι του χινόπωρου τον τύλιξε προστατευτικά. Νύχτα έφτασε στη στάνη του κουμπάρου του. Αυτός τον φρόντισε μ' αγάπη και συμπόνια. Η λαβωματιά ωστόσο αφόρμεψε και πρήστηκε. Ο κουμπάρος του πρότεινε να φέρη ένα γνωστό του γιατρό απο το Λιδορίκι. Αρνήθηκε. Πέθανε σε λίγες μέρες.

***

Ηταν όρθρος βαθύς κι ένα χτύπημα στην πόρτα ξύπνησε τον ποιητή απο τον ύπνο του. Ανοιξε. Ενας άγνωστός του τσοπάνης στεκόταν στο κατώφλι. Τον έβαλε μέσα και τούδιξε να καθίση.
  • Δεν είναι για να κάτσω, κυρ Αγγελε. Ο κουμπάρος μου ο Μοναστηριώτης μας άφησε χρόνους!
Και του ανιστόρησε τις στερνές ώρες του ληστή;
  • Βασανίστηκε ο καημένος! Τον κατάκαψε η θέρμη! Μόνο για σένα μιλούσε κυρ Αγγελε, κανένα άλλο δε θυμόταν στ' αγγελόκρουσμά του! Μου 'πε νάρθω να σε βρώ και να σου πω τα στερνά του χαιρετίσματα. Παραλαλούσε ο δόλιος. Ολο για κάτι Αδερφούς κι Αδερφοσύνες μιλούσε και παρακάλαγε το Θεό να πετύχουν τα σκέδια. Είχε, ως φαίνεται χάσει τα συλλοϊκά του! Θιός σχωρέσ' τον, δεν ήταν κακός άνθρωπος!
Κίνησε να φύγη, στο έβγα σταμάτησε :
  • Μην πής τίποτα, κυρ Αγγελε, και βρώ το μπελά μου με τους χωροφυλάκους, φαμελιάρης άνθρωπος είμαι.
Ο ποιητής βγήκε στην αυλή. Πέρα ρόδιζε τ' ανάτελμα του ήλιου. Στα χείλη του ανάβρυσαν, σαν απο ορφική κρήνη, οι στίχοι ;

Βαθιά μου
και μες στην ανέφραντη του λαού μου ανάσα
θε να πιω τ' αντίψυχο του Χάρου
για να στήσω αντίκορμο το πνέμα μου
στον ξεπεσμό!

Για να φωνάξω, αργατολόγος,
τους σκαφτιάδες, τους σποριάδες,
για τη νέα που καρτερεί
τ' αστάχιαστό μου χώμα
αρχισπορά!
...................................
Ω Ελλάδα,
ιδές,
ο λόγος μου αχτιδοβολάει αγνάντια Σου
σαν αρραβώνας νέος στον Ηλιο!

Η αυγή ξετύλιξε την κροκάτη σάρπα της. Ενας αϊτός έστειλε τον πρωτοξύπνητο κλαγγασμό του απ' τα γκρεμνά των Φαιδριάδων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου