Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

ΕΝΑ ΠΕΠΟΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ - Α' ΜΕΡΟΣ

Μια αυθεντική, ωστόσο άγνωστη, ιστορία απο τη ζωή του Αγγελου Σικελιανού στους Δελφούς (πιθανά λίγο πριν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές του 1927). Εμπειρία δυσάρεστη κι επικίνδυνη για οποιονδήποτε που ο Σικελιανός μετέτρεψε σε τελετή μύησης. Στο γλαφυρό κείμενο του Σκουβαρά αποτυπώνονται και άλλες πτυχές της Δελφικής Ιδέας έστω και σε απλή αναφορά, για να μπορέσει να ρεύσει η εξέλιξη του περιστατικού, όπως παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, στην ισότητα των φύλων, τις οικονομικές συναλλαγές, την απονομή δικαιοσύνης. Στοιχεία που χαρακτηρίστηκαν απο πολλούς ουτοπικά, όπως κι όλη η σύλληψη της Δ.Ι. και είναι – και θα παραμείνουν μια ουτοπία όσο οι κοινωνίες δεν σταματήσουν να αποδέχονται πράγματα και καταστάσεις που είναι αντίθετες στη γενικότερη ανθρωπιστική ηθική. Θα μπορουσε άραγε ένας άλλος τίτλος του κειμένου να είναι “ Πως οι ποιητές θα σώσουν τον κόσμο”; (Γ.Χ)


ΕΝΑ ΠΕΠΟΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ - Α' ΜΕΡΟΣ

Βαγγέλη Σκουβαρά (του Μεσαιωνικού αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών)

(Το περιστατικό τούτο το άκουσα απ' το στόμα του ίδιου του ποιητή, δυό χρόνια πριν απο το θάνατό του, όταν ήμουν γραμματικός του. Μου το αφηγήθηκε τόσο χτυπητά και υποβλητικά, που τόλμησα να του πώ :
  • Γιατί δεν το γράφετε, κύριε Αγγελε; Είναι τόσο όμορφο και βαθυνόητο.
    Με κοίταξε μ' απορία. Κι ύστερ' απο λίγο :
  • Μα, χρυσέ μου -ήταν η συνηθισμένη του προσφώνηση σε κάθε συνομιλητή του- δεν ξέρεις ότι δεν είμαι πεζογράφος, παρά μονάχα ποιητής;
    Κι αμέσως με χαμογελαστή συγκατάβαση :
  • Να το γράψεις εσύ!
    Με πολύ και δικαιολογημένο δισταγμό, το γράφω σήμερα για την “Ηώ” (1967,τεύχη 103-107). Αν όχι όμορφα και τεχνικά δοσμένο, το δίχως άλλο αληθινό κι ευλαβικό μνημόσυνο στην αγέραστη μνήμη του.)

    ***

Η φρύξη της αυγουστιάτικης μέρας είχε κατακαθίσει, μετά το ηλιοβασίλεμα, πάνω στα γκρίζα λιοστάσια του σαλωνίτικου κάμπου. Κάτω βαλάντωναν ακόμη όλα. Ανθρωποι στους δρόμους της πόλης, ζούζουλα στις καλαμιές των χωραφιών. Το φεγγάρι είχε υψωθεί, γάργαρο κι ολοστρόγγυλο στον ουρανό.

Κι ωστόσο, ψηλά στους Δελφούς, ένα αεράκι έλαμνε τα δροσινά φτερά του και κατηφόριζε μ' ανάλαφρο δρόμισμα απο τις κορυφές της Λιάκουρας, τις αμόλευτες και παχνερές. Αναλυωτό τ' ασήμι του φεγγαριού έστιλβε στις σαπρακιασμένες μετόπες και τις κολόννες. Στη ρεματιά χαμηλά λαρύγγιζε κάποιο αηδόνι την κρουστή θλίψη του. Οι θόρυβοι της αυγουστιάτικης μέρας βουβαίνονταν και χώνευαν στη σιγή. Καταμεσίς στην αυλή του σπιτιού του ο κύριος Αγγελος, ο ποιητής, μ' απιθωμένο στο φτερωτό μέτωπό του το φεγγάρι, έστεκε σαν ξαστοχημένος δελφικός θεωρός. Η γλαρή ματιά του αγκάλιζε τα μουντά ουρανοθέμελα, θώπευε τα σπαρμένα ενάγυρω μνημεία κι η σκέψη του αρμένιζε προς τον εαυτό του :

Ω πάλεμά μου με το Χρόνο!

Ελληνικοί αιώνες,
σκόρπιοι σπόνδυλοι μιας Δωρικής κολόννας
.............................................
Πως θα μπορέσω να σας σηκώσω πάλι
στο ίδιο μυστικό αξόνι
.............................................
Ω Πύθιε Νόμε!
Πως θε να Σ' ακούσω;

Ξάφνου, οι στιχεροί διαλογισμοί του ταράχτηκαν απο ανάλαφρες βηματιές κι ένας ίσκιος δρασκέλισε δισταχτικά την εξώπορτα. Ηταν ένας γνωστός του γιδάρης. Εβγαλε τη σκούφια του σεβαστικά και καλησπέρισε κοντανασαίνοντας.
  • Καλώς τον Παναγή, τον αντιχαιρέτισε ανοιχτόκαρδα ο ποιητής,
  • Πως απο δω; Και τον τράβηξε να καθήσουν στο πεζούλι.
  • Οχι, όχι εδώ, κυρ Αγγελε! Τον αντίσκοψε χαμηλόφωνα και φοβισμένα ο βοσκός, ρίχνοντας γύρω του ανήσυχες ματιές.
  • Πάμε καλύτερα μέσα γιατί είναι ανάγκη!
Οταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους, ο Παναγής έβγαλε απο τον κόρφο του ένα λερό, τσαλακωμένο χαρτί και τόδωσε του ποιητή. Εκείνος το ξεδίπλωσε περίεργα. Ηταν γραμμένο με μολύβι μελάνης, σαλιωμένο μάλιστα. Σίμωσε στο φως της λάμπας και διάκρινε:

Κύργιε Αγκελε απόψε μετά τα μισάνιχτα νάρθις κάτου στι ρεματχιά κοντά στι βρίσι κε να μου φέρις δέκα χιλιάδες δραχμές μι μπάρι χαμπάρι κανίς γιατί χάθικες. Μοναστιργιότις”

Ηταν μήνυμα απ' το Μοναστηριώτη, ένα αιμοβόρο ληστή, που τριγύριζε επικηρυγμένος στα βουνά της Παρνασσίδας και τρομοκρατούσε ξωμάχους και βοσκούς.
Ο Παναγής κοίταζε ξεταστικά κι ανήσυχα τον ποιητή. Μπροστά στην αταραξία του κατάλαβε πως δεν είχε πάρει το ζήτημα στα σοβαρά. Και ψυχρόρμητα θέλησε να τον ορμηνέψει. Τσαλακώνοντας αμήχανα τη σκούφια του, πλησίασε και τούπε με κομμένη φωνή ;
  • Το καλό που σου θέλω, αφεντικό.. μην κάνεις καμιά κουταμάρα και πάς. Λεφτά θέλει ο κλέφτης και θα σε σφάξει αν δεν τα δώκης. Είναι λύκος, θεριό ανήμερο. Το καλό που σου θέλω!
     
  • Και βλέποντας αξύπαστο τον ποιητή, δίπλωσε τις ορμήνιες του :
  • Σφάλα τις πόρτες σου απόψε καλά και ταχιά, σαν φέξει ο Θεός τη μέρα, φύγε για τα Σάλωνα, φύγε για την Αθήνα. Δεν είναι για σένα τούτες οι ερμιές!
Ο ποιητής νοιάστηκε για τ' αλάφιασμα του και με χαμόγελο τον καθησύχασε :
  • Καλά, καλά, Παναγή! Μείνε ήσυχος. Θα γίνει ο,τι είναι καλύτερο.
Ο Παναγής κινήθηκε προς την πόρτα. Στο κατόφλι σταμάτησε δίβουλος. Και πισωστρέφοντας :
  • Για το θεό, κυρ Αγγελε, μη μάθη κανείς τίποτα κι εχω μπλεξίματα με τους χωροφυλάκους! Αφήνω γειά!
Και χάθηκε αλαφροπάτητος μες στη νύχτα.


Σειόνταν οι φούντες των θαμνόκλαρων και τον ράντιζαν με τη δροσιά τους, όταν, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κατηφόριζε ο ποιητής για τη ρεματιά. Το φεγγάρι γάργαρο ψήλαθε φώτιζε τις ξαίθρες, ενώ τα ισκιώματα πύκνωναν το ζόφο τους. Μια αλεπού στηλωμένη πάνω σ' ένα όχτο, σκιάχτηκε στο πέρασμά του και ρίχτηκε αντίπερα προς το χωριό. Σε λίγο κάπου θα ορνιθολογούσε.
Νύχτα φεγγαρόγιομη για κλεψιά, κατά πως λέγαν οι παλιοί. Κατέβαινε με βήμα σταλωτό και μ' ηχηρή φτέρνα. Τα χαλίκια κροτούσαν στο διάβα του. Σίμωσε στη ρεματιά, κάπου εδώ ήταν η βρύση. Χώθηκε στις βαθίσκιωτες καμάρες των πλατανιών. Οι μποϊλίδικες φτέρες του άγγιξαν τα στέρνα και τις παρειές. Κοντοστάθηκε λίγο, για να συνειθίσει στο σκοτάδι. Ενα βατράχι κοάκισε στο νερό, ενώ τ' αηδόνι σκαλωμένο στην ιτιά λαρύγγιζε την κρουστή θλίψη του. Προχώρησε λίγο ακόμα προς την οχτιά. Ακουσε το κελάρισμα της βρύσης, “άσβεστον, λάλον ύδωρ”. Πόσα μεσημέρια είχε αναψύξει το μέτωπό του στη δροσινή της ανάβρα και πόσες νυχτιές είχε φτάσει ως εδώ για να χαρεί με της ψυχής του τις αίστησες τους διάφανους κι ανάερους χορούς, πούστηναν στην πλατωσιά της οι Ναράϊδες! Ωστόσο απόψε δεν αγροίκησε ούτε τα διανέματά τους ούτε το κιχλιστό ασημόγελό τους. Τις είχε διώξει τ' αγριωπό θώρι του Μοναστηριώτη, που σίγουρα τώρα παραμόνευε απο κάπου κι αυτόν, σαν τσακάλι τρυπωμένο στις σκινόμαζες.
Διάβηκε ένα πυκνό σύδεντρο. Ξάφνου ένοιωσε δυο ατσάλινες αρπάγες πίσω του να τον ακινητούν πιστάγκωνα, ένα μολυβένιο γόνα να του πιέζη τα νεφρά κι ένα πνιχτό γρύλλισμα στ' αυτιά του ;
  • Μη σαλέψεις γιατί χάθηκες!
Οι κλειδώσεις του άλγησαν φοβερά. Συγκρατήθηκε. Κάτι πήγε να πεί μα δεν πρόλαβε.
  • Μπάς κι έχεις πάνω σου άρμα; Μπάς κι είπες τίποτα σε κανένα και μου κάνεις καμμιά μπαμπεσιά;
  • Οχι λεβέντη μου, απάντησε ήρεμα ο ποιητής.
Και τα δάχτυλα, δισταχτικά και φιλύποπτα στην αρχή, ξεθαρρεμένα κατόπι, ξεσφίχτηκαν απ' τους αγκώνες. Μ' ένα πήδο ο ληστής βρέθηκε παρέκει. Γυρίζοντας ο ποιητής τον είδε με τις πλάτες στην οχτιά, όγκο ακαθόριστο κι αγριμίσιο, νάχη γυρισμένη καταπάνω του τη μπούκα του τουφεκιού του.
  • Μην κουνηθείς, του ρέκαξε πάλι υπόκωφα και τα μάτια του φέγγριζαν σαν του ρήσου.
Η καρδιά του ποιητή αντιχτυπούσε στα στήθια του. Δίπλα του κείτονταν ένας πλατανοκορμός, ξέρακας αποστομημένος. Κάθισε, όσο μπορούσε ατάραχος, στην άκρη του. Ο ληστής τον φερμάριζε αμήχανα.
  • Τάφερες τα λεφτά;
  • Οχι, αδερφέ μου, δεν τάφερα. Του απάντησε με καλωσυνάτη και σταθερή φωνή.
Ο Μοναστηριώτης φρύαξε. Τα δόντια του έτριζαν απ' το θυμό.
  • Και τι μου κόπιασες εδώ μ' άδεια τα χέρια;
  • Είχα ακουστά για σένα αδερφέ. Βουίζει ο τόπος πως είσαι κακούργο θεριό... Εγώ δεν το πίστεψα. Σε φανταζόμουν λεβέντη κι ήθελα να σε γνωρίσω... Γι αυτό ήρθα.
Ασύνειδα ο ληστής κατέβασε το γκρά του. Οι πλάτες του ξεκόλλησαν απ' την οχτιά, το κορμί του ίσιωσε και τανύθηκε προς τα πάνω.
  • Κάθισε, αδερφέ να τα πούμε, ξεθάρρεψε κι ο ποιητής, και τούδειξε τον πλάτανο που κι ο ίδιος καθόταν.
Ο ληστής πλησίασε δισταχτικά. Εβγαλε ένα τορβά που κρεμόταν απ' τον ώμο του, τον απίθωσε χάμω κι ακούμπησε στην άλλη άκρη του κορμιού. Το τουφέκι στα χέρια του πάντα και στραμμένο στον ποιητή.
  • Και γιατί δεν έφερες τα λεφτά, κύργιε Αγγελε; -πρώτο δείγμα οικειότητας. Δεν έχεις τάχα; Ούλος ο κόσμος μολογάει, πως έχεις παρά, πολύν παρά!
  • Εχω, αδερφέ, όσα μου ζήτησες, κι άλλα, κι άλλα τόσα! Μα είμαι φτωχός, δεν μου φτάνουν.
Ο Μοναστηριώτης γούρλωσε τα μάτια του απορεμένα, μπροστά στην απληστία του ποιητή.
  • Το έργο μου, αδερφέ, είναι μεγάλο, περίτρανο! Και για να πετύχει θέλει λεφτά, πολλά λεφτά! Κι εγώ μ' όσα κι αν έχω είμαι ανήμπορος και φτωχός!
  • Αλήθεια, κύργιε Αγγελε, τι δουλειά κάνεις; Και τι τάχα γυρεύεις μέσα σε τούτες τις ερμιές, που κιντυνεύεις ώρα την ώρα απο μας τους κλαρίτες και τους άνομους;
  • Μπορούσα, καλέ μου φίλε, να μείνω στην Αθήνα ή όπου αλλού, στα πλούτια και την καλοπέρασή μου. Ομως ένοιωθα μέσα μου να με καλούν. Ετούτα τα ερείπια -κι έδειξε τις αρχαιότητες που έστιλβαν απέναντι στο φεγγαρόφωτο- κι εσύ.
  • Εγώ; σάστισε ο ληστής. Ποτέ μου δεν σε κάλεσα, πάρεξ απόψε.
  • Κι εσύ, αδερφέ, με κάλεσες, κι ας μην τόνοιωσες, κι ας μην το θυμάσαι. Κι εσύ κι όλη η Ρωμιοσύνη. Ο λαός του βουνού και του κάμπου, Το άδολο ψυχομέτρι που μελισσοβουίζει γύρω μας και που ένας πόθος με κεντρίζει να σμείξω μαζί του για να γίνω κι εγώ απλός, να γίνω λεβέντης σαν και σας!
Ο ληστής τον κοίταξε ξεταστικά, προσπαθόντας ν' ακολουθεί τους στοχασμούς του. Κι ο ποιητής φρόντιζε μ' απλά και γκαρδιακά λόγια να του ξεδιαλύνει τις ιδέες και τις πίστες του.
Του μίλησε για την ανάγκη ενός λυτρωμού, που τον βρήκε στο λαό, στα μνημεία και στα βιβλία. Πως με το λαό έζησε ολοζωϊς και τρύφησε στη γλώσσα του, στα έθιμα, στα φανερώματά του, που άστραφταν σαν λάμψη μιας παράδοσης αυτόνομης κι αληθινής. Πως ονειρεύτηκε για το λαό και τον εαυτό του ένα σύγκαιρο ξύπνημα, για κάποιες καλύτερες μέρες.
  • Και σ' αυτά εδώ τα παλαϊκά ρεποθέμελα, αδερφέ μου, τους Δελφούς, μου αποκαλύφθηκε η πιο μεγάλη αλήθεια : Να σκάβουμε μέσα μας για να βρούμε τον καλύτερο εαυτό μας, σαν ακοίμητη σπίθα μες στη στάχτη της μιζέριας, της τυραννίας και της χαμοζωής, και ν' αποχτήσουμε μια ισορροπημένη και γαλήνια σκέψη. Είμαστε ξενιτεμένοι, αδερφέ μου, και πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο πατρογονικό μας τζάκι. Στο πνεύμα που πλανιέται απέθαντο εδώ στον τόπο τον δικό σου, τους Δελφούς.
  • Ναί, κύργιε Αγγελε, ξενιτεμένοι και κυνηγημένοι ! - πρόστεσε κι ο Μοναστηριώτης κι αναστέναξε βαθιά.
Το δίχως άλλο, λίγα ή και τίποτα δεν είχε καταλάβει για την απομάκρυνση απο την προαιώνια δελφική βιοθεωρία, μα η στυφή εποπτεία του για τον αθέλητο παρατημό της οικογενειακής ζεστασιάς, έτσι καθώς βασανιζόταν στα βουνά χειμώνα-καλοκαιρι, του άγγιξε σα μαχαιριά την καρδιά και βρισκόταν κρεμασμένος απο τα χείλια του ποιητή. Χωρίς να το καταλάβει πως και πότε, είχε κατεβασμένο το τουφέκι του και τόχε απιθωμένο στα γόνατά του.
Του μίλησε ακόμα, στρογγυλεύοντας κι απλοποιώντας τους στοχασμούς του, για τη διαταραχή των κοινωνιών και των πνευμάτων, και για μερικούς διαλεχτούς ανθρώπους , που οραματίζονται την τρανή κι ουσιαστική διάρθρωση μιας νέας κοινωνικής και ιστορικής δημουργίας, μ' αξίωμα κι αρχή την καθιέρωση σε καθολική κλίμακα μιας οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση.
  • Αχ, αυτό το έρμο μεροδούλι- μεροφάϊ, κι ολοζωϊς νηστικός κύργιε Αγγελε!
Του ξεδίπλωσε ακόμα μπροστά στα σαστισμένα του φρένα το σχέδιο μιας παγκόσμιας ανθρωπιστικής εκπαίδευσης, αφανάτιστης, χωρισμένης με ιερά κι απαραβίαστα όρια απ' την πίεση οποιασδήποτε τυχόν πολιτικής επιρροής, που νάναι χτήμα και δικαίωμα όλων των ανθρώπων, για να πάψη πια η αμορφωσιά κι η αγραμματωσύνη.
  • Καλή ώρα σαν τη δική μου, κύργιε Αγγελε – πρόστεσε κρυφοδαγκωμένος ο Μοναστηριώτης, υπονοώντας σίγουρα το ανορθόγραφο σημείωμα που τούχε στείλει.
Του είπε κοντά στ' άλλα και για μια αληθινή δικαιοσύνη που θ' απονέμενται απροσωπόληπτα σ' όλους και θα τους πειθαναγκάζη να σέβωνται τη ζωή, τα δικαιώματα και την περιουσία των συνανθρώπων τους.
  • Καί μένα το δίκιο μου πάτησαν, κύργιε Αγγελε, και κατάντησα κυνηγημένο σκυλί, κλαρίτης και ζορμπάς! - αναστατώθηκε ο ληστής.
Τα μάτια του σπίθισαν σα λεπίδα μαχαιριού και χούφτωσε το κοντάκι του τουφεκιού του. Γρήγορα όμως τ' απίθωσε ξανά στα γόνατά του, με τη συστολή μικρού παιδιού που πταίει και συναιστάνεται το άπρεπο φέρσιμό του.
Στον ίδιο τόνο, με ζεστή λαλιά, δασκαλευτικά μαζί και ξαγορευτικά, συνέχισε ο ποιητής τη μύηση του παράξενου κι απρόσμενου αυτού κατηχούμενου. Του εξήγησε πως πάνω στον πλανήτη, ζούν αμέτρητοι άνθρωποι που σκέφτονται παρόμοια, και που μια τέτοια αξίωση γιαγντώνεται μερόνυχτα βαθιά τους, μα που εξακολουθούν σαν η διάχυτη φωνή κάποιας ασήμαντης μειονότητας στον κόσμο, ν' αντιδρούνε σκορπισμένοι κι ανοργάνωτοι παντού, αντί να σμίξουν μ' ένα σύνθημα παγκόσμιο στο πεδίο της υψηλότερης ευθύνης που μπορούνε ν' αναλάβουν, της ευθύνης να γνωρίσουνε σ' ολόκληρο τον κόσμο κι ιδιαίτερα στις νέες που αντρώνονται γενιές, το νέο πνεύμα, το δελφικό αυτό μήνυμα, που θα θεμελιώσει ολούθε την ανθρωπιά και την αδελφοσύνη.

Συγκινημένος και μ' αμήχανες κινήσεις της παλάμης του πασπάτευε ο ληστής το τουφέκι. Ετσι σαν ασύνειδη αντίδραση, σαν ενεργητική συμμετοχή στο κυμάτισμα των στοχασμών του συνομιλητή του. Ξάφνου, ξυπνημένος, θαρρείς, απο την έκστασή του, ψέλλισε σκιαγμένος, καθώς είδε τ' ακουμπισμένο στα γόνατά του τουφέκι, γυρισμένο προς τον ποιητή.
  • Πω, πω, κύργιε Αγγελε, και βαστώ τη μπούκα του διαόλου καταπάνω σου και παίζω και τα σκαντάλια! Πω, πω μη μπλέξη ο εξαποδώς την ουρά του και σου κάνω κανένα κακό κι έχω το κρίμα στο λαιμό μου! Αει στ' ανάθεμα άτιμο...
Κι απίθωσε παράμερα και κατάχαμα το γκρά.
  • Ομως - συνέχισε ο ποιητής- τα όμορφα τούτα λόγια, αδερφέ μου, πρέπει να γίνουν πράξη!
  • Αυτό σκέβομαι κι εγώ τόσην ώρα, κύργιε Αγγελε! Μα το μυαλό μου – είμαι δα και βαρυνούσης- δε βλέπει πως!
  • Και γι αυτό έχουμε νοιαστή, καλέ μου φίλε.

Και άκρες-μέσες, στα πιο καίρια ωστόσο σημεία της, του ανάλυσε την πραχτική οργάνωση της Δελφικής ιδέας. Για το Συμβούλιο των Ιερομνημόνων και των Αμφικτιόνων, για ένα τοπικό συμβούλιο ως αρχή δικαστική πρώτης ανάγκης, για την επικοινωνία των Ελλήνων και ξένων μυημένων, για διαιτητικούς θεσμούς πνευματικής προσέγγισης όλων των λαών της γής, για την ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων του άντρα και της γυναίκας, για την απολύτρωση των δούλων, για την ίδρυση ενός Δωρικού Πανεπιστημίου στους Δελφούς, για την οργάνωση μιας παγκόσμιας καλλιτεχνικής έκθεσης με συμμετοχή ονομαστών καλλιτεχνών, για τη δυνατότητα ενός διεθνικού Εκπαιδευτικού Συνέδριου στην Ελλάδα και για άλλα πολλά καθέκαστα της μεγαλοφάνταστης ιδέας του.
  • Και πάνω απ' όλα, αδερφέ, θα φροντίσουμε, ώστε η Δελφική Ιδέα να σαρκωθεί και ν' αντρωθεί μέσα στο ντύμα το καθάριο και λαμπρό μιας Τέχνης μεγάλης και βαθύψυχης. Μιας Τέχνης που θα ξεκινά απο τις βρυσομάννες της λαϊκής αυθορμησίας, που βρίσκονται πάντα πηγαία, πλούσια και ζωντανά στην καρδιά του λαού μας. Θα οργανώσουμε λαϊκούς αγώνες..
  • Χέϊ, χέϊ, και πως πηδάω στις τρείς, χέϊ, χέϊ και πως παλεύω, κύργιε Αγγελε – αναφτέριασαν τα σωθικά του Μοναστηριώτη κι η μνήμη του πλημμύρισε απο περασμένα, αθλητικά στιγμιότυπα στα λιοπερίχυτα αλώνια του χωριού του.
  • Θα στήσουμε λαϊκά πανηγύρια με μουσικές και χορούς...
  • Αειντε, άειντε, και πως χορεύω το τσάμικο, όλο λεβεντιά και τσαλίμι, κύργιε Αγγελε – κοχλάκισαν τα κοιμισμένα μεράκια στις φλέβες του ληστή. Λίγο ακόμα και θα τόπαιρνε στην απάνω σκάλα και θα το λάλαγε :
Κατα-να-καημένη Αρά-να-χωβα
Νταβέλη, Νταβέλη...
τους κλέ-νε-φτες τι τους κά-να-ματε,
Νταβέλη, Νταβέλη,
γιε μ' και τους καπεταναίους,
μωρέ Κίτσιο Νταβέλη...
  • Και θα οργνώσουμε κι έκθεση λαϊκής βιοτεχνίας...
  • Χέϊ, χέϊ, κι ύφαινε κάτι χαλιά, χέϊ, χέϊ και κένταε κάτι μαξιλάρες η μάννα μου, κύργιε Αγγελε, με δράκους και γοργόνες, με τη Βενετιά και την Πόλη, όλο διπλοβελονιά και πλουμίδι!
  • Ετσι κι η ίδια η Ελλάδα θ' αντικρύση συνθεμένο τον εαυτό της ξαφνικά σα σε κρυστάλλινο καθρέφτη, κι ο έξω κόσμος θα γυρίσει να κοιτάξη την Ελλάδα, μ' ένα διαφορετικό σεβασμό, απ' ο,τι μας έβλεπε μέχρι τώρα.
Σηκώθηκε απ' τον πλατανοκορμό που καθόταν, βημάτισε αργά, και, χαμηλώνοντας ανάλαφρα προς το Μοναστηριώτη που τον κοίταζε σεβαστικά και θαυμαστικά, συνέχισε:
  • Ομως, φίλε μου, η Δελφική Ιδέα δεν είναι υπόθεση δική μου μονάχα, κι ούτε του κράτους, αλλά υπόθεση όλου του ελληνισμού...
Και σκύβοντας ακόμα κοντύτερα στ' αγριωπό πρόσωπό του, με στηλά τα μάτια στα μάτια του, του τόνισε σα στοργική διάτα ;
  • Και δική σου!

                                                                                             (Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου