Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΤΑΣ ΕΟΡΤΑΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ (1930)

  Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ – ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ Η  ΣΥΡΡΟΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ
 
 
(Οι κάτοικοι των Δελφών και των γύρω περιοχών είχαν ανταποκριθεί στην παράκληση του Αγγελου Σικελιανού να μην παρακολουθήσουν τις πρώτες παραστάσεις όπου θα παρευρίσκονταν πλήθος επίσημων προσκεκλημένων και δημοσιογράφων απο την Ελλάδα και το εξωτερικό γιατί οι θέσεις του αρχαίου θεάτρου δεν θα επαρκούσαν για όλους.  Για χάρη τους έγιναν ξεχωριστές παραστάσεις και η περιγραφή που ακολουθεί είναι χαρακτηριστική).
 
Κανείς σχεδόν από τους Αθηναίους, εκτός ελαχίστων που απόμειναν και ακόμη ολιγώτερον που ήλθαν για να ξαναδούν τα αλησμόνητα θεάματα, δεν παρηκολούθησαν τας ανεπισήμους Δελφικάς Εορτάς, που εδόθησαν χάριν του λαού την παρελθούσαν Τετάρτην και Πέμπτην ενώπιον δέκα και πλέον χιλιάδων θεατών, οι οποίοι εκουβαλήθησαν συν γυναιξί και τέκνοις από όλα τα σημεία της Ελλάδος και ιδία από τας πέριξ κοινότητας. 

Ο περισσότερος κόσμος ήλθεν από τας κοινότητας της Δεσφίνης, της Κίρας, του Χρυσσού, της Αραχώβης, της Ιτέας, της Αμφίσσης, αι οποίαι μαζί με την κοινότητα των Δελφών, έλαβον μέρος εις τους νεοελληνικούς αγώνας τους τελεσθέντας την Τετάρτην το πρωί εις το αρχαίον Στάδιον. Μέχρι της Τετάρτης η νοικοκυράδες καιτα κορίτσια των Δελφών έμεναν στο σπίτι και επεριποιούντο τους ξένους. Την Τετάρτη το πρωί όμως ήταν γιορτή. Όλες εστολίσθησαν και πήγαν στο Στάδιο να ιδούν τους αγώνας. Αι Ωκεανίδες, αι Ικέτιδες, αι κυρίαι της Εκθέσεως και όσοι Αθηναίοι έμεναν ακόμη έχασαν τους σπιτονοικοκυραίους των από τα ξημερώματα. Ξύπνησαν με την αυγή και βγήκαν με τον ήλιο.

Εις το αγώνισμα του ανωμάλου δρόμου πρώτος ήλθεν, όπως και κατά τας εορτάς του 1927, ο Θανάσης Καΐλας, από την Δεσφίνα, ο περίφημος Θανάσης, ο γνωστός εις όλους διά τον απαράμιλλον χορόν του. Χορεύει όλους τους χορούς κατά τρόπον υπέροχον, πίνει όσο θέλετε και είνε φίλος όλων των Ωκεανίδων και Ικετίδων, τόσον φίλος, ώστε κάποιος χωροφύλαξ φίλος του μου έλεγε την παραμονήν των αγώνων:
- Ξέρετε τι αθώος είνε ο Θανάσης; Φαντασθήτε αν ήταν άλλος νέος στη θέσι του με το θάρρος πούχει και την εμπιστοσύνη που του δείχνουν οι Ωκεανίδες και οι Ικέτιδες. Ο Θανάσης όμως τίποτε! Α! Όλα κι’ όλα! Είνε τίμιος.
 
 Το πρωί ο Θανάσης χόρευε στα αλώνια, το απόγευμα στο θέατρον ή στο Στάδιον μετά τις παραστάσεις ή τους αγώνας, το βράδυ και όλη νύχτα ο Θανάσης εχόρευε σε κάποια ταβέρνα. Κι’ εκαλούσε τα κορίτσια. Ελάτε να με ιδήτε το βράδυ. Κι’ όταν έμπαιναν παρέες – παρέες οι Ωκεανίδες, ο Θανάσης ξεχνούσε την πραγματικότητα, ονειροβατούσε, τα πόδια του έκαναν φτερά, γινόταν μουσικόν όργανον, όλο του το κορμί εγίνετο ένα όργανον εκφράσεως μουσικής.
 
- Κεράστε τα κορίτσια! Εβίβα! Ευχαριστώ! Να χαίρεστε τα νειάτα σας, έλεγε δεξια κι’αριστερά ο Θανάσης.

Την παραμονή των αγώνων γλεντούσε. Μόλις ετελείωσε το δρόμο φρέσκος, φρέσκος πήγε στη ταβέρνα να πιή και να χορέψη. Εις τους αγώνας ενίκησαν αθληταί της Δεσφίνης. Και το επαμειβόμενον κύπελλον παραμένει διά την τριετίαν εις την κοινότητα του Θανάση.

Καμμιά επισημότης την Τετάρτη και Πέμπτη. Λαός. Επαρχιώτες και χωριάτες με τα γραφικά χωριάτικα κοστούμια. Ακόμη και τα μέσα συγκοινωνίας ήσαν γραφικά. Εβλέπατε λεωφορεία από τη Λαμία από την Άμφισσα, από κάθε μέρος, όλα εγχωρίου βιομηχανίας, λαϊκής τέχνης, ακόμη και φορτηγά αυτοκίνητα να μεταφέρουν επισκέπτας Κύριος οίδε από πού. Και μέσα στο πλήθος διεκρίνοντο οι μαθηταί του Γ’ Γυμνασίου του Πειραιώς με τα κασκέτα των, που ήρθαν να παρακολουθήσουν τας εορτάς με τους καθηγητάς των. Το μόνο που θύμιζε Αθήνα και κοσμική ζωή ήσαν αι Ωκεανίδες, αι Ικέτιδες και αι κυρίες της εκθέσεως. Αλλά και εξ αυτών αι περισσότεραι φορούσαν ελληνικά κοστούμια και ενηρμονίζοντο προς την εικόνα των ανθρώπων του λαού. Και κατά τας δύο ημέρας ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Μόνο την Τετάρτη το απόγευμα έπεσε, για λίγες στιγμές, μια ψιχάλα. Αλλά ποιος την ελογάριασε; Όταν μετά την παράστασι άρχισε να βρέχει, μια βροχή δυνατή, ραγδαία, πολλοί από τους θεατάς ξεκίνησαν να επιστρέψουν πεζοί στην Αράχωβα. Ήσαν τόσοι πολλοί ώστε μερικά αυτοκίνητα που εξέδραμον επροχωρούσαν με δυσκολία. Ο δρόμος εγέμισε πεζοπόρους!

Ήταν συγκινητική η ευλάβεια με την οποίαν παρηκολούθουν τας παραστάσεις οι χωρικοί εκείνοι, πολλοί των οποίων διά να εξασφαλίσουν καλάς θέσεις επήγαν από τας ένδεκα. Επίσης ενδιαφέρουσαι ήσαν αι κρίσεις των. Όταν εις τας Ικέτιδας ο Κήρυξ των Αιγυπτίων έρχεται ν’ αρπάση τας θυγατέρας του Δαναού, μια χωριάτισσα δίπλα μου εψιθύρισε με αγανάκτηση:

«Ακούς εκεί τον βρωμοαράπη, που ήρθε να μας πάρη τα κορίτσια!».

Ένας άλλος πάλι γέρος χωρικός, όταν ο «Άρπαγος» απεχώρησεν άπρακτος, εψιθύρισε: «Άμμε στο διάολο!». Επίσης εύρισκαν πολύ ορθήν την μανίαν των Δαναΐδων, που έφευγον τους υιούς του Αιγύπτου. Μπορούσαν να δεχθούν να παίρνουν τα πρώτα των ξαδέλφια; Μόνο τρείς τέσσαρες γραμματισμένοι είχαν ανοικτή εμπρός των την μετάφρασι του κ. Γρυπάρη. Οι άλλοι ενεπιστεύοντο την φαντασίαν των εις ό,τι επρόφθαναν ν’ ακούσουν.
 


Δεν κατάλαβαν καλά-καλά ούτε τον μύθο του ενός ή του άλλου δράματος ίσως. Αλλ’ έννοιωσαν περισσότερο από τον γραμματισμένο, τον διανοούμενο, που έχει διαβάσει το έργο, έχει διαβάσει πολλά και διάφορα περί Αισχύλου και παρακολουθεί άνετα. Ο γραμματισμένος θα σας πη τας παρατηρήσεις του, ο γραμματισμένος θα κάμη τας κρίσεις του. Ο χωριάτης άφινε την ψυχή του ελεύθερη να δεχθή την ωμορφιά της πραγματικής εκείνης μυσταγωγίας. Συνέβαινε ακριβώς, ό,τι στην εκκλησιά. Τι είνε η μάθησι, η κατανόησι των κειμένων, η παρακολούθησι εμπρός εις την κατάνυξι του απλού χωρικού;

Την Τετάρτη την νύκτα το χωριό παρουσίαζε εξαιρετικά πανηγυρικήν όψι. Το εστιατόριον του Τσάκαλου, το καλλίτερο στους Δελφούς, τα μαγέρικα, οι ταβέρνες γεμάτες κόσμο. Έξω οι δρόμοι γεμάτοι παρέες.

Την Πέμπτη το πρωί η ημέρα ήτο θαυμασία. Ενώ εγευματίζαμε με το κοινοτικόν συμβούλιον Δεσφίνης και τον κ. Σικελιανόν, ο κ. Ησαΐας, που ήτο προσκεκλημένος μαζί με το άλλο μέλος της οργανωτικής επιτροπής των αγώνων, τον κ. Μίκην Μελάν, ήλθε συγκεκινημένος και μας είπεν ότι οι χωρικοί εγέμισαν από το μεσημέρι το θέατρον, διά την παράστασιν που θα γινόταν στις 4.30’ μ.μ. επήραν μαζί των το γεύμα των και νερό. Το απόγευμα βρήκα το θέατρο σφικτά γεμάτο. Όπου ήταν δυνατόν να σταθή άνθρωπος, πήγε και κάθησε. Δεν εβλέπατε όμως καθόλου σχεδόν θεατάς. Ένας αγρός από πελώρια μανιτάρια που τους έκρυβαν. Όλοι οι χωρικοί είχαν ομπρέλλες μαύρες, μεγάλες, της βροχής και εκάθονταν από κάτω για να προφυλαχθούν από τον ήλιο. Άπειρες ομπρέλλες! Μόνον όταν η ακαταπόνητος κ. Νέλλη, ολίγον προ της παραστάσεως, παρουσιάσθη επί της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου για να φωτογραφήση το κοινόν, άρχισαν να κλείνουν οι ομπρέλλες και να φαίνονται οι θεαταί. Μετά την κ. Νέλλη ενεφανίσθησαν και πλανόδιοι φωτογράφοι και εφωτογράφιζαν συνεχώς μέχρι της στιγμής της ενάρξεως.

Την Πέμπτην το βράδυ έφυγαν πολλές Ωκεανίδες και Ικέτιδες, αι περισσότεραι κυρίαι της Εκθέσεως και όλοι οι λαϊκοί επισκέπται. Την επομένην οι Δελφοί επανεύρον την ησυχίαν των.
Ν. – Ω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου