Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

 Ενα κείμενο του αείμνηστου Γιάννη Νικ. Μπακούρου όπου περιγράφεται, με τον δικό του παραστατικό τρόπο, η αγορά των Δελφών - στην ουσία ο κεντρικός δρόμος του χωριού- με τα καταστήματα και τους ιδιοκτήτες τους, όπως την έζησε σαν παιδί στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, τις δεκαετίες 1920 και 1930.

 Ευκαιρία να θυμηθούν και να αναπολήσουν οι μεγαλύτεροι που, ακόμα κι αυτοί, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα μόνο μέσα απο τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων τους αλλά και για τους νεώτερους για να σχηματίσουν μια εικόνα της τότε εποχής και των συνθηκών που επικρατούσαν πριν την μεταπολεμική τουριστική ανάπτυξη.

 Το κείμενο περιλαμβάνεται στον βιβλίο του Γ.Μ. "Δελφικά Λαογραφικά" που εκδόθηκε το 2000 με την αιγίδα του Δήμου Δελφών.


 Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ


Στα χρόνια εκείνα η αγορά των Δελφών ήταν στον κεντρικό δρόμο. Σε μήκος 400 περίπου μέτρων ήταν τα μαγαζιά δεξιά και αριστερά, ο δρόμος και απο τις δύο πλευρές φυτεμένος με ακακίες που όταν άνθιζαν την άνοιξη γέμιζε ο τόπος μοσχοβολιά, τα χελιδόνια με τις φωλιές κάτω απο τα μπαλκόνια τιτίβιζαν και τα τζιτζίκια το καλοκαίρι σε ξεκούφαιναν.

Ανάλογα με την εποχή η αγορά είχε δυσπραγία, ο κόσμος περίμενε πότε θα πουλήσει τις ελιές να βολευτεί με λίγα χρήματα ή να πουλήσει το κρασί – και έκαναν καλό κρασί κοκκινέλι- γιατί τα αμπέλια ήταν ρεβένια και ήταν περιζήτητο στο Χρισσό και την Ιτιά και το έπαιρναν με κάρα μέσα σε τουλούμια.

Ερχόμενοι απο την Κασταλία, μπροστά στο χωριό ήταν τα δύο ελαιοτριβεία και στο έμπα αριστερά ήταν το καφενείο του Γιώργη Δημάκου που έφτιανε μυρωδάτο καφέ με καϊμάκι μερακλήδικον, δίπλα ήταν το μεγάλο καφενείο του Καραϊσκου με τις κόρες του Γεωργία και Κρυστάλλω να σερβίρουν, διέθετε και δύο ναργιλέδες για τους μερακλήδες καπνιστάς με τα κάρβουνα στον καπνό το γουργουρητό του νερού όταν καπνίζουν και τις κεχριμπαρένιες τσιμούχες.

Στο καφενείο αυτό μολογούσαν έπαιζε πρέφα μια μέρα ο παπα-Ηλίας, ιερέας, μανιακός πρεφαδόρος και καπνιστής. Ο Δεσπότης της Αμφισσας Αθανάσιος περνούσε απο τον δρόμο με το αυτοκίνητο πηγαίνοντας στην Αθήνα. Περνώντας έξω απο το καφενείο βλέπει τον παπά-Ηλία να παίζει πρέφα.
Σταματάει το αυτοκίνητο, κατεβαίνει και μπαίνει στο καφενείο. Ο παπάς όμως τον είδε που περνούσε, σηκώνεται βιαστικά φωνάζοντας στους λίγους θαμώνες, “Αν σας ρωτήσει ο Δεσπότης, να πείτε πως δεν ήταν εδώ” και κατεβαίνει απο τον καταρράχτη και φεύγει απο τα περιβόλια για το σπίτι του που ήταν κοντά. Μπαίνοντας ο Δεσπότης δεν τον βλέπει και ρωτάει τους θαμώνες :
  • “Σας εξορκίζω, πέστε μου που είναι ο παπάς που ήταν εδώ”.
Βρόντηξε και άστραψε ο Αθανάσιος, ψάχνει το μπουφέ, τίποτα. Είχανε και προηγούμενα με τον παπά και τον κυνηγούσε. Πάει στο σπίτι του, βροντά την πόρτα,βγαίνει η παπαδιά και πίσω της ο παπάς με το αντερί. Φωνάζει ο Δεσπότης :
  • “Σε είδα στον καφενέ να παίζεις χαρτιά”,
  • “Οχι Σεβασμιώτατε”, απαντά αυτός,
  • “Σε τιμωρώ σε ένα μήνα αργία άνευ αποδοχών” του λέει ο Αθανάσιος και φεύγει φουρκισμένος.
Ευτυχώς το χωριό είχε και δεύτερο παπά, τον παπά-Νικόλα, και δεν έμεινε αλειτούργητο.

Παραδίπλα ήταν το καφενείο του “Τσούς”, όπως τον έλεγαν, του γερο-Θύμιου Βαρζακάνου. Απέξω είχε πέτρινα αγκωνάρια για καθίσματα. Εκεί πήγαιναν οι γερόντοι με τα ματσούκια τους και συζητούσαν τα προβλήματά τους. Το λέγανε “Βουλή των γερόντων”. Το λόγο είχε πάντα ο Γιαννάκης ο Σκίνης, καραβάνα, παλιός χωροφύλακας που τους διάταζε λέγοντάς τους :
  • “Ενα έχω να σας ειπώ. Τα παιδιά σας να τα πάτε χωροφύλακες να πιαστούν απο το κουβέρνο. Εδώ δεν είναι προκοπή σ' αυτόν τον τόπο”.
Μετά, το καφενείο το έκανε ο εγγονός του Δήμος Μανιάτης ταβέρνα. Μετά, ήταν το ξενοδοχείο Κασταλία και δίπλα το καφενείο του Λάζου και της γυναίκας του της Γιαννιώς που άστραφτε απο καθαριότητα, με τη μεγάλη ξύλινη βεράντα με θέα την Ιτιά. Κοντά του το μπακάλικο του Γιώργη Κουρούμαλη που είχε και μανάβικο.

Το μπακάλικο-μανάβικο του Γ. Κουρούμαλη (αρχείο οικογ. Κουρούμαλη)


Κοντά, η Κοινότης Δελφών με το Ειρηνοδικείο στο οίκημα Λέφα. Προχωρώντας βρίσκουμε το κουρείο του Γιάννη Βαγλή και Γεωργίου Σούφρα με τους μεγάλους καθρέφτες και φορώντας άσπρες μπλούζες και δίπλα σε ένα καμαράκι ήταν ο Γιώργης ο Τεκελής ο τσαγκάρης.

Στη γωνιά του δρόμου με το κάθετο σοκάκι ήταν το πανδοχείο περιωπής της Βασιλάκαινας Τριάντη, ξενώνας που έμενε μόνιμα και ο φιλέλλην Αμερικανός Cook που είχε μια κόρη τη Νέλλυ, όμορφη σαν θεά με τα πυρόξανθα μακριά μαλλιά της, ντυμένη με χλαμύδα και σαντάλια. Τριγυρνούσε στον Παρνασσό σαν ελαφίνα και νεραϊδα μαζί τρώγοντας μόνο φακές απο τα Καλάνια και πίνοντας άφθονο γάλα. Λένε πως είχε μαγέψει και τον γιό ενός τσέλιγκα και γύριζε ένα καλοκαίρι μαζί της στα ρουμάνια και τις λούζες του Παρνασσού.
Οταν πέθανε ο Cook τον κήδεψαν μια χιονισμένη μέρα του Γενάρη ντυμένο με πουκαμίσα και τσαρούχια και τον συνόδεψαν με κλαρίνα και τούμπανα κατά την επιθυμία του που άφησε πριν πεθάνει. Ηταν φανατικός λάτρης των Δελφών και ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο βορεινό τείχος του νεκροταφείου.

Απέναντι απο το πανδοχείο, στην άλλη πλευρά του δρόμου, την αριστερή καθώς ερχόμαστε απο το Χρισσό, ήταν ο φούρνος του Ανδρέα και της Λελούδας Κουρελή που καιγόταν απο πάνω με πουρνάρια και ήταν και κρασοπουλιό. Μετά, το εστιατόριο του Τάσου Κουρελή, του Αμερικάνου που χρόνια δούλευε στην Αμέρικα σε ρεστωράν, με τα γιές και υποκλίσεις και με αμερικάνικα φαγητά που μετά απο εξι μήνες το έκανε ταβέρνα με φασολάδα και μαρίδες τηγανητές απο την Ιτιά.

Κοντά, το κρεοπωλείο του Αντρίτσου Κουμπλή που πούλαγε και γιαούρτι. Μετά το ξενοδοχείο του Θοδώρου Κουτσούπα, κλασσικό με πολλά διακοσμητικά γύψινα στην πρόσοψη, που το είχε νοικιάσει ο Αντώνης Αρμάου, ξενοδόχος. Κοντά, το καφενείο του Γιώργη Σακελλαρίου ή Παπαγιάννη όπως τον φώναζαν και το υποδηματοποιείο “Η κομψότης”, όπως έγραφε μια μεγάλη ταμπέλα στην πρόσοψη, του Στέλιου Παντερμάκη, λεβέντη και καλού τεχνίτη, που έφτιαχνε ωραία λουστρίνια και έκανε χρυσές δουλειές.






Στου Κουνούπη είχε το μπακάλικο ο Γιάννης ο Λέφας του Αντρέα και δίπλα ο μπάρμπα-Νικόλας ο Κουνούπης το κρεοπωλείο. Το πρωί χαράζοντας έβλεπες σφαχτά τραγιά, ζυγούρια, αρνιά κρεμασμένα στα τσιγκέλια φρέσκα-φρέσκα και τετράπαχα, αλλά όπως έλεγαν ψιθυριστά ο κόσμος, ήταν προϊόν ζωοκλοπής που τα έφερναν τη νύχτα.

Παραπλεύρως, το κατάστημα αποικιακών, σε αθηναϊκή κλίμακα, που είχε και του πουλιού το γάλα, του Αγγελή Μπακούρου, μερακλή με στριμμένο μουστάκι, αλλά έπεσαν οι Δελφιώτες και τα πήραν βερεσέ κι αγύριστα. Σε τρία χρόνια χρεωκόπησε και του έμειναν τα δευτέρια και τα βερεσέδια.

Κοντά, ο Σιμιτζίτικος φούρνος του Νικολάου Μπακούρου, που ήταν και ταβέρνα με γαρδούμπες και πατσά. Συνέχεια, η ταβέρνα του Δημήτρη Παπαδημητρίου ή Μαραδιανού στο σπίτι του Ντάσου και δίπλα το μεγάλο μπακάλικο του Παναγιώτη Κουτσούπα ή Παναγιωτάκη, όπως τον έλεγαν. Στην οικία Παπαλεξανδρή και επάνω ήταν το ταχυδρομείο-τηλεφωνείο με τηλεγραφητή τον Ρήγα Ρήγα. Θυμάμαι το μπαλκόνι, που κάθε 25 Μαρτίου βγάζανε μια τεράστια σημαία, απο το οποίο ο Αλέκος Κοντολέων, Δ/ντής του Μουσείου Δελφών, γλωσσομαθής και αγαπητός στο χωριό εκφωνούσε τον πανηγυρικό της γιορτής. Και κάτω στον δρόμο κόσμος συγκεντρωμένος και τα παιδιά του σχολείου σε παράταξη τραγουδούσαν το “Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά.. ο κλέφτης ξεσπαθώνει” φωνάζοντας “Ζήτω το Εθνος” με πατριωτικό ενθουσιασμό..

Στην γωνία με τον κάθετο δρόμο ήταν το περίπτερο του Γιάννη Γαλάτου, ανάπηρου πολέμου της Μικράς Ασίας. Δίπλα, το κουρείο του Θανάση Βαρζακάνου, καλός άνθρωπος αλλά και κογιόνος, όταν πηγαίναμε εμείς τα παιδιά να μας κουρέψει με την ψιλή μηχανή, μας έλεγε στο αυτί: “ Πάει ο πατέρας σου τη νύχτα στη μάνα σ';” και απαντούσαμε: “Δε ξέρω μπάρμπα”.

Παραπλεύρως, το ραφείο του Διαμαντή Βαρζακάνου που ήταν και νυχτοφύλακας στο Μουσείο. Απο κοντά, το μπακάλικο του Αλμηδιά και της Βασίλως Κολομβότσου που πηγαίναμε τα παιδιά να αγοράσουμε στραγάλια, 50 λεφτά ένα ποτηράκι μικρό, και της λέγαμε “Θειά να το γεμίσεις” γιατί μας έκλεβε και σε άλλα παιδιά το γέμιζε, σε μερικά το έδινε μισό.

Δίπλα ήταν το χάνι του Καλαμπάκα (Πανάγου Κοντοδήμου), όπως το έλεγαν τότε, με ξενοδοχείο επάνω και καφεστιατόριο κάτω, ήταν το μοναδικό χάνι της εποχής. Στο ίδιο οίκημα, του Κοντοδήμου, σε ένα μικρό μαγαζάκι, ήταν το παπουτσάδικο του Στάθη Λάζου. Είχε πουλήσε τότε ένα οικόπεδα και πήγε στην Αθήνα και αγόρασε, εκτός απο τα πετσιά και τα καλαπόδια, και ένα γραμμόφωνο με ένα μεγάλο χωνί που “έβγαζε τη φωνή” όπως λέγανε τότε. Το έβγαζε στο πεζοδρόμιο, επάνω σε τραπέζι, το κούρντιζε με τη μανιβέλα και απάχαζε η αγορά με δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια και το σουξέ της εποχής “Ριρή-Ριρίκα, εσύ είσαι πράμα παιδί μου γερό..” και εμείς τα παιδιά όλη την ημέρα μαζευόμαστε γύρω στο γραμμόφωνο και χαζεύαμε με τη βελόνα που γύριζε στο δίσκο. Βλέπεις δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο κουτί να τραγουδά, αλλά έβγαινε ο μπάρμπα-Στάθης και μας κατάβρεχε να φύγουμε.

Θυμάμαι τι παιδομάνι ήταν στους δρόμους. Χαλούσε ο κόσμος απο τις φωνές και τα παιχνίδια μας. Βλέπεις τότε ο κόσμος έκανε πολλά παιδιά να τα έχει παραχέρι και όταν μεγαλώσουν να τους βοηθούν. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου είχε 4 παιδιά, ο γείτονας ο Ντάσος 5 παιδιά, ο άλλος γείτονας ο Κουνούπης 6 και απέναντι μας ο Γ. Κουρούμαλης 6. Τα παιδιά όπως έλεγαν τότε
ήταν ευλογία Θεού.

Εδώ τελειώνει η εξιστόριση της τότε αγοράς των Δελφών και θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρω οτι δίπλα στου Κοντοδήμου ήταν ένα ψηλό αρχοντικό, πέτρινο σπίτι όπου κατοικούσε η Αιμιλία Ηλιοπούλου. Μορφωμένη, απο καλή οικογένεια της Αμφισσας, ο άντρας της ήταν δάσκαλος αλλά μετά το γάμο τους πέθανε και ζούσε μόνη της χήρα πλέον και αξιοσέβαστη κυρία. Δύο νέοι της εποχής, μερακλήδες και κανταδόροι, ο Κατσιμπρόγιαννος και ο Καραμπλούς φίλοι, τα κοπανούσαν στην ταβέρνα και μετά, γύρω στα μεσάνυχτα, πήγαιναν κάτω απο το μπαλκόνι της χήρας και της τραγουδούσαν “Μιας χήρας τα μαύρα μάτια μου κάναν την καρδιά κομμάτια” και άλλες καντάδες. Δεν την άφηναν να κοιμηθεί και κάθε βράδυ έβγαινε στο μπαλκόνι και τους μάλωνε, “Φύγετε, δεν ντρέπεστε παλιοτόμαρα..”, αυτοί τίποτα, το χαβά τους. Ωσπου κάποια νύχτα γεμίζει έναν κουβά με νερό και καθώς απο κάτω πιωμένοι και αγκαλιασμένοι τραγουδούσαν “ Εβγα να σε ιδώ, να παρηγορηθώ” τους ρίχνει τον κουβά με το νερό και τους έκανε μουσκεμα. Απο τότε δεν ξαναφάνηκαν κάτω απο το σπίτι.

Αυτά μου τα διηγόταν η ίδια η Αιμιλία, γερασμένη πλέον, μια μέρα που την επισκέφθηκα στο σπίτι της και μου άνοιξε την καρδιά της για τα περασμένα και τη μοναχική και βασανισμένη ζωή που πέρασε. Το σπίτι και το μεγάλο οικόπεδο είχε δώσει εντολή στην ανηψιά της Κούλα που δεν είχε παιδιά, μετά το θάνατό της, να το δωρήσει στο Δήμο Δελφών. Με τη δωρεά της Αιμιλίας Ηλιοπούλου οικοδομήθηκε το μεγαλοπρεπές μέγαρο της Δημαρχίας.

Ολοι οι παλιοί άνθρωποι του καιρού εκείνου είναι τώρα μακαρίτες, να με συγχωρούν που τους τάραξα τον αιώνιο ύπνο τους αλλά έχουμε υποχρέωση να τους θυμόμαστε με νοσταλγία και σεβασμό στη μνήμη τους.

Γιάννη Ν. Μπακούρου, (Δελφικά λαογραφικά, 2000)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου