Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

1914, ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΕ ΔΕΛΦΟΥΣ, ΠΑΡΝΑΣΣΟ, ΑΡΑΧΟΒΑ...



Απόσπασμα μιας όμορφης περιγραφής απο επίσκεψη στην περιοχή μας του Αριστείδη Φουτρίδη (υπήρξε ο νεότερος καθηγητής στην ιστορία του Χάρβαρντ στα 28 του) και του Αμερικάνου φίλου του Francis Farguhar που βρέθηκαν εδώ τον Απρίλιο του 1914.
Το κείμενο, μαζί με πρωτότυπες φωτογραφίες, δημοσιεύθηκε  στην μηνιαία έκδοση Ατλαντίς, το 1916 με θέμα : ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ , και τίτλο : 

«ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΟΥ κ. FRANCIS. Ρ. FARGUHAR  ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΦΟΥΤΡΙΔΟΥ ΕΙΣ ΕΛΙΚΩΝΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΝ»

 

Το καλοκαίρι του 1912 ο κ. Φάργκουχαρ και εγώ είχαμε εκδράμει μαζί με τα μέλη του ορειβατικού Σωματείου της Αμερικής «Sierra Club» στα ψηλά βουνά της Καλιφόρνιας, τα χιονισμένα Sierra Nevada. Από τη στιγμή που πάτησα στην Καλιφόρνια, μου έκαμε εντύπωση η ομοιότητά  της με την ελληνική φύση. Άνθη, δένδρα, θάλασσα, ουρανός, βουνά όλα είχαν σημάδια Ελληνικά, και η μαγευτική τους ομορφιά μου έφερε μια ακράτητη νοσταλγία να ξαναδώ την Ελλάδα και να πατήσω άλλη μια φορά τα δοξασμένα της βουνά. Ο κ. Φάργκουχαρ, τελειόφοιτος και αυτός του Harvard, έχει μεγαλώσει με τα έπη του Ομήρου και με τα όνειρα του Ελληνικού νου. Οι παραλληλισμοί μου των δύο χωρών του μετέδωσαν την ανυπομονησία μου για την Ελλάδα, και στην πευκοστεφανωμένη κοιλάδα του Kern αποφασίσαμε να περάσουμε λίγες βδομάδες στα Ελληνικά βουνά. Από τους πέντε που είχαμε συμφωνήσει μόνον οι δυό μας κατορθώσαμε να πραγματοποιήσουμε τη συμφωνία μας. 
 
Όταν ήμουν στο Βερολίνο έγραψα του κ. Φάργκουχαρ να συναντηθούμε στη Νεάπολη το Μάρτη ή στην Πάτρα στις 10 του Απρίλη του 1914. Πραγματικώς στις 10 του Απρίλη ύστερα από μια ανοιξιάτικη ελληνική δύση βρεθήκαμε μαζί στο σιδηροδρομικό σταθμό των Πατρών εγώ ερχόμενος από την Αίγυπτο κ' εκείνος από την Ιταλία. Έτσι μαζί είδαμε την Ολυμπία, την Αττική, ανεβήκαμε τον Παρνασσό, περάσαμε τη Φωκίδα και τη Βοιωτία με τα πόδια, ξαπλωθήκαμε στις πυκνές σκιές των πλατάνων των Τεμπών και μαζί καθίσαμε στο συμπόσιο   των αγωγιατών στη φωτοστέφανο  κορυφή  του  Ολύμπου.
 
Από το Πατρινό λιμάνι πρωτοείδαμε τον Παρνασσό και οι δυο μαζί. Ήταν ακόμη χιονισμένος στην κορυφή και έτσι έμοιαζε σαν ένα μεγάλο φωτόλουστο παλάτι στεφανωμένο με μενεξέδες και γιασεμιά. Όποιος είδε τον ήλιο ν’ ανατέλλει από το Ενετικό Κάστρο που ακόμα βαραίνει την ακρόπολη των Πατρών και αντίκρισε με τα μάτια του τα γαλάζια νερά του Κορινθιακού να λαμπυρίζουν σαν φωτόσπαρτοι κάμποι και τα αρχαία βουνά τριγύρω να προβάλλουν σαν αθάνατοι γίγαντες κάτω από το φωτοπλημμυρισμένο ουρανό δεν θα απορήσει πώς οι αρχαίοι Έλληνες φαντάστηκαν τον Παρνασσό ως το αγαπημένο παλάτι του Θεού του φωτός, του Απόλλωνα, και πώς στη ρίζα του βουνού αυτού έρχονταν χιλιάδες κόσμος Ελληνικός από κάθε Ελληνική χώρα και αποικία για να προσκυνήσει στο μαρμάρινο ναό των Δελφών και για να εξαγνιστεί στα κρυσταλλένια νερά της Κασταλίας.  
 
 
Το βράδυ της 22ας Απριλίου, βρεθήκαμε στα αγιασμένα εκείνα νάματα και από το ταπεινό Μπαλκονάκι του Παρασκευά είδαμε με έκσταση τη μεγαλοπρέπεια που βασίλευε μπροστά μας. Η γη αποκάτω μας ήταν βυθισμένη κάτω βαθειά σε μια στενή και άγρια χαράδρα που δέχεται τα νερά του αρχαίου Πλείστου, όταν τα μαύρα σύννεφα χύνουν τα δάκρυα τους πάνω από τους κοκκινισμένους βράχους, πού στηρίζουν σαν κολώνες αιώνιες τα πλευρά της χαράδρας. Η θέα είναι άγρια και η εντύπωση βαριά. Αλλά σιγά σιγά η χαράδρα απλώνεται σε μια όμορφη πεδιάδα με κανελιά χωράφια και ασημένια ελαιόδεντρα και καταπράσινα αμπέλια. Είναι ο περίφημος κάμπος της Κρίσσας φωτισμένος με δόξα και ποτισμένος με αίμα. Παραπέρα λάμπουν τα ζαφειρένια κύματα του Κορινθιακού πού σιγά σιγά πάνε να ξεψυχήσουν στα πόδια του Παναχαϊκού και του Ερύμανθου. Στη Δύση οι σκοτεινότεροι ίσκιοι της Κιόνας μαυρίζουν σε ένα ωκεανό χρωμάτων που ο βασιλεμένος ήλιος σκορπά παντού. Χρώματα κίτρινα σαν χρυσάφι, αργυρά σαν τα φύλλα της ελιάς, λαδιά σαν βελούδο· χρώματα βυσσινιά, γαλάζια, τριανταφυλλιά. Χρώματα σκοτεινά σαν σύννεφα, και ανοιχτά σαν το πρώτο γέλιο του καλοκαιριού στα Ελληνικά λιβάδια. Μια αφάνταστη συμφωνία φωτός, μια μουσική χρωμάτων που πλημμυρίζουν αιώνες τώρα τον ιερό τόπο του αρχαίου φωτοθεού.
 
 
 
Το πρωί πήγαμε να προσκυνήσουμε και εμείς τα αρχαία ερείπια. Ακολουθήσαμε το σκονισμένο δρόμο ώσπου φθάσαμε στο Ναό της Προναίας Αθηνάς.   Τα ερείπια του είναι πλαγιασμένα στη σκιά των Φαιδριάδων Βράχων.   Έως εδώ ήρθαν τα στρατεύματα που έστειλε ο Ξέρξης για να πάρουν τους θησαυρούς  του Δελφικού Μαντείου. Παραπέρα όμως δεν προχώρησαν. Γιατί, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, «άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό κεραυνοί, και οι δύο κορυφές του Παρνασσού ράγισαν και κυλίστηκαν με φοβερό κρότο πάνω στο στρατό, και από το ιερό της Προναίας ακούσθηκε βοή και αλαλαγμός. Τρόμος και φόβος έπεσε στους εχθρούς και όσοι σώθηκαν έτρεξαν να φύγουν...»
 
Για εμάς όμως οι οιωνοί φάνηκαν αίσιοι. Ο ουρανός απλωνόταν γελαστός και ο ήλιος έλαμπε παντού νικητής. Γυρίσαμε λοιπόν για να πάμε στη ρίζα του βράχου που τρέχουν τα νερά της Κασταλίας κρύα σαν τα χιόνια της βουνοκορφής. Δροσισμένοι με τη θεία εκείνη δροσιά προχωρήσαμε προς τα επάνω. Ο ιερός δρόμος μας έφερε μέσα από δοξασμένα ερείπια στο ναό του Απόλλωνα. Στο λάκκο πού έσκαψαν οι αρχαιολόγοι για να βρουν το χάσμα της Πυθίας δεν είδαμε να ανεβαίνουν οι καπνοί που ενέπνεαν την αρχαία ιέρεια. Λίγες μαργαρίτες γελούσαν τριγύρω με τα χρυσά τους μάτια και τα άσπρα τους πέταλα και μεγάλες κόκκινες παπαρούνες φύτρωναν καμαρωτές στα χώματα του ιερού ναού. Μάρμαρα άσπρα και κιτρινισμένα Βαραίνουν τη Γή τριγύρω. Κολώνες μισογκρεμισμένες στέκονται σαν βουβοί μάρτυρες περασμένου μεγαλείου. Οι δαφνοστεφανωμένοι ιερείς δεν φαίνονται πια να φωνάξουν τον αθάνατο Πίνδαρο να καθίσει εις το συμπόσιο του θεού. Και ο Θησαυρός των Αθηναίων που στέκεται μοναχός φρουρός στη μέση τόσων συντριμμιών δεν δέχεται πια τους αντιπροσώπους «του ιοστεφάνου άστεως» με τα πλούσιά τους δώρα. Μα  η ζωή η μεγάλη βασιλεύει ακόμα και στα ερείπια. Οι βράχοι είναι ακόμα ζωντανοί στύλοι ζωντανού μεγαλείου. Ο ουρανός είναι και σήμερα γαλανός και φωτόλουστος. Ο ήλιος σαν αθάνατος ζωοδότης ανατέλλει και βασιλεύει πρωί και βράδυ και με το φως του το αιώνιο χαϊδεύει τα βουνά πού δεν γερνούν ποτέ και τους κάμπους που ξέρουν πάντα να βλαστάνουν άνθη χαράς και καρπούς ζωής και δάφνες δόξας. Αν ο ναός είναι ερείπια. ο Παρνασσός στέκεται ακόμη όρθιος στη ζωή και αθάνατος στην ομορφιά «μια Μούσα» λέγει ο Παλαμάς: 

«Κάποιου   ρυθμού  μελλόμενου
καί κάποιου ωραίου που θάρθη». 
 
 
Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε αυγή αυγή και με τον γέρο Δήμο ως οδηγό ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού αυτού. Ήταν, αλήθεια, μία ευτυχισμένη μέρα της ζωής μας, μια μέρα που περάσαμε με τη συντροφιά των Μουσών, στα μαγευτικά τους παλάτια. Αλλά ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση και με λύπη χωρισθήκαμε από την αιώνια εκείνη αρμονία. Από τα Απολλώνια ύψη γλιστρήσαμε πάνω σ' ένα χιονοσκέπαστο χαλί γοργά γοργά στις χαμηλότερες ράχες τις σκεπασμένες με έλατα και πεύκα και στη ρίζα του Πετρίτη, φθάσαμε στο μονοπάτι της Αράχωβας και τέλος στο βασιλικό δρόμο, πού ενώνει το χωριό αυτό με τους Δελφούς και την Ιτιά. Κοντά σε μια βρύση έξω από το χωριό καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε. Λίγο παραπέρα η Αράχωβα με τα γραφικά σπιτάκια της φαινόταν ξαπλωμένη στην Απριλιάτικη λιακάδα. Μερικές κυράδες του χωριού πού μάζευαν χόρτα στα πράσινα χωράφια ήρθαν να τα πλύνουν στην πηγή μας. Λιγάκι ψηλότερες από τές γυναίκες που βλέπει κάνεις στα άλλα ελληνικά χωριά, με όμορφο δέρμα, υγρά μαύρα μάτια και χυτό ανάστημα φαινόντουσαν σαν πραγματικές Καρυάτιδες.    Μια νέα κόρη έμεινε πίσω στο χωράφι κάτω από το δρόμο και χωρίς να μάς δει εξακολούθησε να μαζεύει τα χορταράκια της και να τραγουδά μ' ελεύθερη και ασημένια φωνή το τραγουδάκι της :
 
Μια βοσκοπούλ’ αγάπησα
μια ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί
δέκα χρονών αγόρι…
 
Από την πλατεία του χωριού ακούγονταν οι χτύποι του νταουλιού και τα τσακίσματα της καραμούζας και μπορούσαμε να δούμε μια σειρά παλληκάρια και νέες ενωμένες στο χορό. Ήταν Παρασκευή της Λαμπρής, η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Με τους ήχους αυτούς ανακατεύονταν και τα βελάσματα των προβάτων από τα βάθη της ρεματιάς που ο πιστός τσοπάνος οδηγούσε τα πρόβατά του για να τα ποτίσει. Η ρεματιά έφθανε έως την περίφημη «τριπλήν αμαξιτόν» το τριπλό σταυροδρόμι όπου ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του Λάϊο.  Στα πλευρά της κοιλάδας βράχοι, χωράφια, αμπέλια και ελαιόδεντρα γελούσαν στο γλυκό φως του απογέμματος. Ο γέρο Δήμος που με τα εξήντα του χρόνια είχε ανεβεί μαζί μας τον Παρνασσό σαν ζαρκάδι έδειξε με τη γκλίτσα του κατά την ανατολή.
«Εκεί κάτ' είναι το σταυροδρόμι. Κάποιος μούπαν, σκότωσ' τον πατέρα του τον παλαιϊκό καιρό.»
«Θα λες τον Οιδίποδα, Δήμο;» «Έτσι τον λέγαν; Θα ξέρεις την ιστορία του λόγου σ'.   Δε μ' τη λες και μένα να τ' μάθ';»
 
Του διηγήθηκα την ιστορία όπως την θυμόμουνα από το δράμα του Σοφοκλέους και μιμούμενος όσο μπορούσα καλλίτερα τη γλώσσα του Δήμου. Με τα εξήντα του χρόνια ο γέρο Δήμος άκουγε σαν παιδάκι πιστεύοντας με την αφέλεια παιδιού κάθε λέξη που έλεγα ως πραγματική ιστορία. Τα μάτια του γύριζαν ανήσυχα δώθε κείθε προς το σταυροδρόμι σα να έβλεπαν το δράμα της πατροκτονίας να παίζεται άλλη μια φορά μπροστά του και κάποτε με κοίταζε σαν ξεχασμένος. Ή συγκίνηση του ήταν τόσο βαθειά ώστε το αίμα του μαζεύτηκε στο κεφάλι του και κοκκίνισε το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Οι ρυτίδες του βάθυναν με πόνο  μα δεν είπε ούτε λέξη ωσότου έφτασα στην τύφλωση του Οιδίποδα. Τότε με μιας μίλησε δυό τρείς λέξεις που τούρθαν στα χείλια χωρίς αντίσταση γεμάτες βάθος και συμπάθεια:
«Μωρ' τι λες. Στραβώθηκ' μονάχος τ'; Μωρέ το φτωχό! Μια καλαμιά στον κάμπο και την πήρ' ο άνεμος! Μωρέ βάσανα!»
 
 
 
Σηκωθήκαμε να πάμε στο χωριό. Το ταπεινό και καθαρό «Ξενοδοχείο του Καραϊσκάκη» μάς έδωκε κατάλυμα.    Είμαστε  στο δοξασμένο μέρος που ο μεγάλος ήρωας της Επαναστάσεως έκλεισε μέσα ατά χιόνια και αφάνισε ένα ολόκληρο στρατό Τουρκαρβανίτες. Οι Αραχωβίτες είναι γενιά παλληκαριών. Τα παλληκάρια ψηλά, δυνατά, όμορφα. Οι γυναίκες ελαφρές, περήφανες, χαριτωμένες. Καθώς καθίσαμε στο μπαλκόνι και βλέπαμε τον εύθυμο κόσμο να χορεύει και να γελά ήρθε ο ξενοδόχος με ποτήρια κεχριμπαρένιου κρασιού. Κάποιος νέος μας κερνούσε. Μας τον έδειξε. Ήταν ξανθός σαν το κρασί. Σηκώσαμε τα ποτήρια και ήπιαμε στην υγειά του. Ένα από τα καλλίτερα κρασιά που γευθήκαμε στην Ελλάδα, πραγματικώς Παρνάσσειο. Ανταποδώσαμε το κέρασμα και σε λιγάκι όλο το πλήθος σηκώθηκε να μας χαιρετήσει με άδολη Ελληνική φιλοξενία και από κάθε στόμα ακούσαμε το χαιρετισμό της καρδιάς.
«Καλώς ορίσατε».
 
Όταν κατεβήκαμε κάτω οι νέοι που έπαιζαν τα νταούλια και τές καραμούζες κάθισαν προς τιμή μας κοντά μας και έπαιξαν το πιο καλό τους τραγούδι με όλη τους τη δύναμη. Λιγάκι ασυνήθιστο κομπλιμέντο για τ' αυτιά μας και κάπως εκκωφαντικό. Μα όλοι είμαστε ευχαριστημένοι και ο κ. Φάρκουχαρ με τη συνηθισμένη του ευγένεια είπε «πώς ήταν έξοχη μουσική». Τα λόγια του τόσο ενθουσίασαν τους μουσικούς ώστε έπαιξαν ένα άλλο σκοπό ακόμα πιο κεφάτο από τον πρώτο και η ευθυμία έλαμπε στα μάτια όλων των χωριανών τόσο άδολη και περήφανη ώστε την συμμερισθήκαμε  παρ' όλη μας την κούραση. Τα κεράσματα ακολουθούσαν συχνά πυκνά και υπήρχε κίνδυνος να πάρουμε πάλι τα βουνά σαν τές αρχαίες Μαινάδες αν δεν προλαβαίναμε να αποσυρθούμε με την πρόφαση πώς είμαστε πολύ κουρασμένοι
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε μόνοι μας για τον Άγιο Λουκά (...)


* Το υλικό της δημοσίευσης προέρχεται απο το αρχείο του Λουκά Παπαλεξανδρή και είναι αναρτημένο στον ιστότοπο του Λαογραφικού Μουσείου Αράχοβας

 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου