Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΝΙΟΧΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Μια εμπεριστατωμένη έρευνα για την προφύλαξη και σωτηρία των ελληνικών αρχαιοτήτων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή της χώρας με επίκεντρο το άγαλμα του Ηνίοχου. 

Ολες οι ενέργειες που έγιναν για την απόκρυψη και φυγάδευσή του αλλά και οι προσπάθειες της άλλης πλευράς για την επανεμφάνιση απο τις κρύπτες των ελληνικών αρχαιοτήτων εν γένει  με πρόσχημα τις φθορές που μπορούσαν να υποστούν.

Ερευνα της Αλεξάνδρας Κάνκελαϊτ

Πηγή: www.kankeleit.de

 

Ο Ηνίοχος των Δελφών στα δίχτυα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου


Αλεξάνδρα Κάνκελαϊτ

Αθήνα – Βερολίνο | 2021


Ο Ηνίοχος των Δελφών είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα και σημαντικότερα χάλκινα αγάλματα της ελληνικής αρχαιότητας. Από την εποχή της εύρεσής του, το έτος 1896, ανήκει στα κύρια αξιοθέατα του αρχαιολογικού μουσείου των Δελφών.
Ως σύμβολο του αρχαίου υψηλού πολιτισμού και της γεμάτης αλλαγές ιστορίας της Ελλάδας αποτελεί μέχρι σήμερα ένα συχνά επανερχόμενο θέμα της σύγχρονης εικονιστικής και επιτελεστικής τέχνης.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ηνίοχος των Δελφών βρέθηκε εκτεθειμένος σε μεγάλους κινδύνους. Το έργο τέχνης εβίωσε πολλές, άκρως κρίσιμες φάσεις, οι οποίες χάρη στη μελέτη των γερμανικών και ελληνικών αρχείων μπορούν πλέον νανασυσταθούν ακριβέστερα. Πρωταγωνιστές της έρευνας που ακολουθεί είναι τα μέλη της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και οι εκπρόσωποι της «Kunstschutz», της στρατιωτικής υπηρεσίας προστασίας της τέχνης της γερμανικής Wehrmacht (Βέρμαχτ), στην Ελλάδα. Σημειώσεις και
υπηρεσιακές επιστολές δίνουν πληροφορίες για τη χρονολογική πορεία των γεγονότων και σκιαγραφούν μια εικόνα για τα κίνητρα και τη στάση των διαφόρων πρωταγωνιστών.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος στην Ελλάδα

Το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η κλιμακούμενη διαμάχη με την ιταλική κυβέρνηση, η οποία είχε αναδυθεί ήδη από το 1939, οδήγησαν τον Ιούνιο του 1940 στο να επιβληθεί άρση των ανασκαφών σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Ήδη από τον Οκτώβριο του 1940, η ελληνική κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει ότι ο πόλεμος με την Ιταλία θα οδηγούσε νομοτελειακά σε μια διαμάχη με τη Γερμανία. Αμέσως μετά το περίφημο «ΟΧΙ» του Μεταξά τέθηκαν σε εφαρμογή για αυτό το λόγο εκτεταμένες ενέργειες προφύλαξης και σε τουλάχιστον 18 μουσεία ελήφθησαν μέτρα για την ασφάλεια των αρχαίων ενάντια στους βομβαρδισμούς και στις λαφυραγωγίες.
Σε κάποιες περιπτώσεις τα μέτρα ασφαλείας έχουν τεκμηριωθεί καλά μέσω πρωτοκόλλων απόκρυψης και φωτογραφιών.
Ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας τέθηκαν όλοι οι μοχλοί σε κίνηση, ώστε να εξασφαλισθεί το περιεχόμενο των μουσείων. Το επίκεντρο των ενεργειών αυτών ήταν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Ακροπόλεως, το Νομισματικό Μουσείο, το Βυζαντινό Μουσείο και το Μουσείο του Κεραμεικού.

Ενέργειες απόκρυψης έγιναν επίσης στα αρχαιολογικά μουσεία στον Πειραιά, στη Χαλκίδα, στους Δελφούς, στην Κεφαλονιά, στην Κέρκυρα, στην Κόρινθο, στην Ολυμπία, στο Ρέθυμνο, στη Σπάρτη, στην Τεγέα, στη Θήβα, στη Θεσσαλονίκη και στο Βόλο9. Για τα μέτρα προφύλαξης που ελήφθησαν στα υπόλοιπα μουσεία της Ελλάδας, για παράδειγμα στα Χανιά, στην Ελευσίνα, στο Ηράκλειο, στην Πάτρα ή τη Σάμο, λείπουν μέχρι στιγμής σχετικές πληροφορίες. Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, έλαβε, πιθανώς, χώρα, μια μάλλον προσωρινή περίφραξη των μουσείων. Τούτο πρέπει ακόμα να διερευνηθεί κατά περίπτωση.

                                    Μέτρα ασφαλείας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας 

 Πρώτα μέτρα ασφαλείας για τον Ηνίοχο των Δελφών

Ένα έγγραφο στο Ιστορικό Αρχείο Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού μας πληροφορεί για τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία ελήφθησαν σχετικά με τον Ηνίοχο των Δελφών. Προέρχεται από τον συνεργάτη του Μουσείου Αλέξανδρο Ε. Κοντολέοντα και απευθύνεται στο ελληνικό «Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας».


«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Γ. ́ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 

ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΔΕΛΦΩΝ

Διεύθυνσις Αρχαιολογίας

Εν Δελφοίς τηι 7η Νοεμβρίου 1940

Υπουργείον Θρησκευμάτων και

Εθνικής Παιδείας, Αθήναι

Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι ο Φραγκίσκος Δ. Παμφίλου εργοδηγός υπουργ. Παιδείας μετέφερε τον Ηνίοχον μετά μεγάλης επιμελείας και προσοχής εις το επιγραφικόν Μουσείον. – Κατόπιν το περίφημον και μοναδικόν χάλκινον άγαλμα ετοποθετήθη καλώς και ασφαλώς εις την δυτικήν γωνίαν τούτου και προς πληρεστέραν διαφύλαξιν και ασφάλειαν του αριστουργήματος τούτου ετέθησανέμπροσθεν τούτου πολλαί γύψιναι πλάκες αίτινες εκάλυψαν τούτο καθ ́ ολοκληρίαν.

Η άνω εργασία ήτο πάρα πολύ λεπτή και επίπονος εν τούτοις εγένετο μετά μεγάλης προσοχής και δεν επήλθεν ουδεμία ζημιά και βλάβη επί του μοναδικού τούτου αριστουργήματος.

Ευπειθέστατος, ο Επιμελητής των εν Δελφοίς Αρχαιοτήτων

Α. Ε. Κοντολέων».

 Το έγγραφο αυτό δείχνει ότι και στους Δελφούς ήδη κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του πολέμου είχαν ξεκινήσει τα μέτρα προστασίας. Τίθεται, ωστόσο, το όχι ασήμαντο ερώτημα, ποιό «επιγραφικόν Μουσείο» θα έπρεπε να νοηθεί εδώ. Σε ολόκληρη την Ελλάδα υπάρχει, ως γνωστόν, μόνο ένα Επιγραφικό Μουσείο και αυτό βρίσκεται στην Αθήνα. Θα μπορούσε ο
Ηνίοχος να είχε όντως μεταφερθεί στο Επιγραφικό Μουσείο τον Νοέμβριο του 1940; Αυτή θα ήταν μια μοναδική ενέργεια και δεδομένου του μεγέθους και του εύθραυστου χαρακτήρα του Ηνιόχου ίσως και πολύ επικίνδυνη. Ευτυχώς, ο Βασίλειος Πετράκος, ο Γενικός Γραμματέας της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, μπόρεσε να ρίξει φως στο σκοτάδι και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση: Ο Ηνίοχος τοποθετήθηκε από τον Αλέξανδρο Κοντολέοντα σε μια αποθήκη, η οποία από παλιά είχε χαρακτηριστεί στους Δελφούς ως το «επιγραφικόν Μουσείο».


Επαγγελματικοποίηση των προστατευτικών μέτρων για τον Ηνίοχο των Δελφών

Λίγες μόνο μέρες μετά τη φύλαξη του Ηνιόχου στην αποθήκη του Μουσείου κάτω από την αίθουσα της Σφίγγας των Ναξίων έπρεπε να αναθεωρηθούν όλα τα μέχρι τότε μέτρα. Στις 11.11.1940 τα μέλη της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έλαβαν μια εγκύκλιο από το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, στην οποία καθορίζονταν με σαφήνεια οι κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση των χάλκινων αγαλμάτων και άλλων ευαίσθητων αντικειμένων23. Σύμφωνα με αυτές, τα χάλκινα έπρεπε να τυλιχτούν σε λαδόχαρτο ή κερόχαρτο ή πισσόχαρτο και στη συνέχεια να γίνει η απόκρυψή τους σε ξύλινα κιβώτια αδιάβροχα και υδατοστεγή.

Ως συνέπεια ο Ηνίοχος αποσυναρμολογήθηκε, τα τμήματά του μοιράστηκαν σε δύο κιβώτια και τοποθετήθηκαν σε μια σπηλιά στην ιερή περιοχή των Δελφών.
Τα προστατευτικά μέτρα στην Ελλάδα εφαρμόστηκαν τον χειμώνα του 1940/41 με γοργούς ρυθμούς, δεν είχαν όμως οριστικώς τελειώσει μέχρι την είσοδο της Wehrmacht την άνοιξη του
41.


Η κατάσταση στην Ελλάδα μετά τον Απρίλιο του 1941

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (23.04.1941 έως 12.10.1944) η Ελλάδα χωρίστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα σε τρεις ζώνες: στα γερμανικά χέρια βρέθηκαν οι δύο μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αρκετά νησιά του Αιγαίου και πάνω από το ήμισυ της Κρήτης. Η Βουλγαρία κατείχε τη βορειοανατολική Ελλάδα, την ανατολική Μακεδονία και τη βόρεια Θράκη. Η Ιταλία ήταν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 υπεύθυνη για την κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα Ιόνια νησιά και μεγάλα τμήματα του Αιγαίου. Οι Δελφοί βρέθηκαν, συνεπώς, στην ιταλική ζώνη κατοχής. Όσον αφορά τη συνολική έκταση της επικράτειας, η Ιταλία εξουσίαζε μεν το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας, ωστόσο ένιωθε κανείς φανερά την επιρροή και την ηγετική θέση της γερμανικής Wehrmacht σε ολόκληρη τη χώρα.

Έτσι οι Δελφοί κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ένας αγαπημένος εκδρομικός στόχος των Γερμανών στρατιωτών, κάτι που τεκμηριώνεται καλά τόσο από ιδιωτικές φωτογραφικές λήψεις29 όσο και από τα λεγόμενα ενημερωτικά φυλλάδια («Merkblätter»)της «Kunstschutz» στην Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο πεδίο της αρχαιολογίας δραστηριοποιούνταν πολλοί φορείς. Δομές και πεδία δράσης άρχισαν σε αυτή τη χρονική φάση να γίνονται ολοένα και περισσότερο ακατάληπτα, έτσι ώστε οι πραγματικοί υπεύθυνοι λήψεως αποφάσεων να είναι σήμερα συχνά δύσκολο να ονοματιστούν. Την αρμοδιότητα συντονισμού όλων των διαδικασιών είχε σε μεγάλο
βαθμό το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (DAI). Έτσι υπήρξε μια συνεχής συνεργασία με την «Kunstschutz»32, με το Tμήμα Πολιτισμού του Υπουργείου Εξωτερικών και με μια σειρά από ανεξάρτητους αρχαιολόγους που είχαν σταλεί από το Βερολίνο. Απεναντίας, το «Ειδικό Επιτελείο Προϊστορία» (Sonderstab Vorgeschichte) του «Γενικού Επιτελείου Reichsleiter Rosenberg»
(Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg: ERR) με τον διευθυντή του Hans Reinerth
θεωρήθηκε από το DAI απειλή και σοβαρός ανταγωνιστής. Επιπροσθέτως, παράνομες
ανασκαφές και τμηματικές συλήσεις από μεμονωμένους εκπροσώπους της Wehrmacht

έθεσαν σοβαρά σε κίνδυνο τη φήμη της γερμανικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα.

Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών και η «Kunstschutz» συνεργάστηκαν στενά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944. Οι εκπρόσωποι της «Kunstschutz» ελάμβαναν οδηγίες εν μέρει κατευθείαν από τα κεντρικά του DAI, από το Βερολίνο. Συνεργάτες του DAI Αθηνών βοήθησαν από την άλλη μεριά την «Kunstschutz» στη συγγραφή των φυλλαδίων και άλλων εκλαϊκευτικών
επιστημονικών κειμένων, σε διαλέξεις και ξεναγήσεις για μέλη της Wehrmacht, καθώς και στη φροντίδα των επισκεπτών στη
ν βιβλιοθήκη του DAI Αθηνών38. Οι συνεργάτες της «Kunstschutz» διέμεναν κατά τη διάρκεια του πολέμου για αρκετούς μήνες στους ξενώνες του DAI της Αθήνας.


 
               
Οι γερμανικοί  "φορείς"που ενεργούσαν στην Ελλάδα στην διάρκεια της κατοχής

 «Από τον Οκτώβριο του 1941 τα καθήκοντα της Kunstschutz σχεδιάζονταν από
δύο στρατιωτικούς διοικητικούς υπαλλήλους της Ανώτερης Διοίκησης, που ήταν γνώστες της χώρας και αρχαιολόγοι στο επάγγελμα». Αυτή την πληροφορία έδωσε ο Wilhelm Kraiker στην τελική του αναφορά από το 1945. Ωστόσο, ο έτερος εντεταλμένος της «Kunstschutz», ο Hans von Schoenebeck, διέμενε στην Ελλάδα ήδη από τον Μάιο του 1941. Και οι δύο είχαν εργαστεί πριν τον πόλεμο αρκετά χρόνια
για λογαριασμό του DAI στην Αθήνα.
Έλαβαν επίσης υποστήριξη από τον πρώην συνάδελφό τους Roland Hampe, ο οποίος χωρίς να είναι μέλος της «Kunstschutz», μπόρεσε να της προσφέρει υποστήριξη ως «αστυφύλακας» [Wachtmeister] και «ειδικός ηγέτης Ζ» [Sonderführer Z] της Wehrmacht, κυρίως στο νησί της Κρήτης.


Κριτική στα μέτρα ασφαλείας της ελληνικής υπηρεσίας αρχαιοτήτων

Παρόλη την αρχικά πολύ θετική εκτίμηση των μέτρων ασφαλείας στα ελληνικά μουσεία46, ήδη τον Ιούλιο του 1941 ο Hans von Schoenebeck άσκησε θεμελιώδη κριτική σε αυτά:

«Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα είναι βεβαίως η διαπίστωση των ζημιών. Κάμποσες συνέβησαν φυσικά, αλλά δόξα τω Θεώ πραγματικά σημαντικά αντικείμενα δεν καταστράφηκαν. Πολύ σοβαρότερες είναι οι ζημιές από μια ολοκληρωτική απόκρυψη, η οποία πραγματοποιήθηκε με την ίδια ευσυνειδησία και εκτενή πληρότητα, όπως ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, τουλάχιστον στη θεωρία. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα επαρχιακά ρωμαϊκά ανάγλυφα θάφτηκαν μέχρι και 7 μέτρα κάτω από τη γη. Έτσι συνέβη φυσικά και το ατύχημα ότι στο τέλος δεν έφτασαν τα χρήματα και για παράδειγμα ο θεός της θάλασσας στο τέλος παραχώθηκε κάτω από έναν άθλιο σωρό άμμου. [...] Το πώς θα θελήσει το ελληνικό κράτος να εξομαλύνει κάποτε τις εν μέρει καταστροφικές ζημιές αυτής της ολοκληρωτικής απόκρυψης είναι ασαφές.
Από πού πρόκειται να έλθουν τα χρήματα, που ανέρχονται σε εκατομμύρια μάρκα του ράιχ, είναι ομιχλώδες. Πιθανώς ο Έλληνας έχει προεξοφλήσει τη νίκη του και στη χειρότερη περίπτωση έχει φανταστεί τις ελεημοσύνες των Αμερικανών και άλλων».

Την ίδια άποψη εκπροσωπούσε επίσης και ο Wilhelm Kraiker:

«Μιας και οι αποκρύψεις λόγω της διάταξης του τότε ελληνικού Υπουργείου Θρησκευμάτων έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και συχνά ενμέρει έλειπε το (καταρτισμένο) προσωπικό που θα λειτουργούσε ως εμπειρογνώμονες, αυτές έλαβαν χώρα εν μέρει με ακατάλληλο τρόπο (Κεραμεικός στην Αθήνα, Ολυμπία, Θεσσαλονίκη), με αποτέλεσμα να προκληθούν εν μέρει σημαντικές, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν. Οι ζημιές αυτές που προκλήθηκαν από ακατάλληλες αποκρύψεις είναι πάντως μεγαλύτερες από τις ζημιές που προήλθαν από πολεμικές ενέργειες».

Ο von Schoenebeck στη συνέχεια θα ασκούσε τεράστια πίεση στην ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία – τόσο σε προφορική όσο και σε γραπτή μορφή. Η πίεση αυτή επικεντρώθηκε κυρίως στην Αθήνα και απαίτησε από τους Έλληνες συναδέλφους του να βγάλουν όλες τις αρχαιότητες από τις κρύπτες τους και να θέσουν ξανά σε λειτουργία τα μουσεία49. Στη σχετικά πρόσφατη
δημοσίευσή του ο Βασίλειος Πετράκος τεκμηρίωσε με εντυπωσιακό τρόπο την ανταλλαγή «μύδρων» μεταξύ των ελληνικών αρχών και της γερμανικής «Kunstschutz».
Καθοριστικό ρόλο στα έγγραφα που παραθέτει51 διαδραματίζουν από γερμανικής
πλευράς κυρίως ο Hans von Schoenebeck και ο Erich Boehringer. Από ελληνικής
πλευράς για τις διαδικασίες ήταν υπεύθυνοι
ο Υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος και ο διευθυντής αρχαιοτήτων του Υπουργείου Αντώνιος Κεραμόπουλος. Ακολουθώντας κανείς την ανάπτυξη του θέματος από τον Βασίλειο Πετράκο και συμπληρώνοντάς την με περαιτέρω πηγές, μπορούν να καταγραφούν τα ακόλουθα αποφασιστικά γεγονότα:

Στις 22.07.1941 ο Υπουργός Οικονομικών Σωτήρης Γκοτζαμάνης απέρριψε αίτηση του
Λογοθετόπουλου να διατεθούν 1.000.000 δραχμές για την επανεκκίνηση των μουσείων.
Το θεωρούσε ασφαλέστερο αν οι αρχαιότητες παρέμεναν στις κρύπτες τους.
Στις 05.08.1941 ένας διευθύνων υπάλληλος της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην Ελλάδα, ο Franz Alfred Medicus, ζήτησε από την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία να καταρτίσει μια λίστα με όλες τις κρυμμένες αρχαιότητες. Τα μουσεία της Αθήνας όφειλαν να καταστούν προ-
σβάσιμα σε αυτόν και η «Kunstschutz», εκπροσωπούμενη από τον Schoenebeck, θα έπρεπε να ενισχυθεί περισσότερο.
Στις 27.08.1941 ο Medicus έλαβε απάντηση, στην οποία του έγινε μια χωρίς περιστροφές περιγραφή της δραματικής κατάστασης της χώρας. Ο συντάκτης της, πιθανώς ο Κεραμόπουλος, κατέστησε σαφές ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε να παλέψει με τις συνέπειες του πολέμου,
τον λιμό, και άλλα θεμελιώδη προβλήματα υπαρξιακού χαρακτήρα. Για τη διάσωση των
αρχαίων θησαυρών τέχνης έλειπαν απλά οι πόροι. Τα αντικείμενα των μουσείων πάντως δεν κινδύνευαν. Ο ήπιος χειμώνας και οι ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας είχαν συμβάλει, ωστόσο, μέχρι και σήμερα στο ότι αυτά ήδη από πριν είχαν επιβιώσει για χιλιετίες κάτω από τη γη.

Η «Kunstschutz» ωστόσο δεν υποχώρησε: Στις 29.09.1941 ο Λογοθετόπουλος ανακοίνωσε την επίσκεψη του Schoenebeck στα σημαντικότερα αθηναϊκά μουσεία

«29 Σεπτεμβρ. 1941

Προς τους κ.κ. Διευθυντάς του

Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και Μουσείου Ακροπόλεως

Κατά τας πρώτας ημέρας του προσεχούς μηνός Οκτωβρίου πρόκειται να επισκεφθή υμάς ο κ. von Chönebeck [sic] ίνα συζητή-σητε περί του κρυψώνος των αρχαιοτήτων τον οποίον θ ́ανοίξητε από κοινού πρόςβεβαίωσιν αν βλάπτωνται αι αρχαιότη-τες υπό της υγρασίας ή δι ́ άλλον λόγον.

Ο Υπουργός Κ. Λογοθετόπουλος».

 

 

Στις 9 Νοεμβρίου 1941 κλάπηκε από το Μουσείο του Κεραμεικού, που είχε αρχίσει να λειτουργεί εκ νέου, ένας πήλινος πίνακας της αρχαϊκής περιόδου59. Λίγες εβδομάδες μόνο αργότερα διενεργήθηκαν στην Κρήτη παράνομες ανασκαφές, στις οποίες συμμετείχαν συνεργάτες της «Kunstschutz».
Τα γεγονότα αυτά δεν συνέβαλλαν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων αρχαιολόγων στη γερμανική «Kunstschutz».

Παρόλα αυτά το 1942 αυξήθηκε επιπροσθέτως η πίεση στην ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε ο von Schoenebeck για την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης – μια εν μέρει προσωπική επιθυμία, που όμως έπρεπε να εγκαταλείψει οριστικά τον Μάρτιο του 1942.

Τον Απρίλιο του 1942 ο Λογοθετόπουλος έλαβε επίσημη επιστολή από τον Στρατιωτικό Διοικητή Νότιας Ελλάδας με την πληροφορία, ότι ο ελληνικός λαός θα είχε την ευθύνη για όλες τις πιθανές βλάβες στα αρχαία μνημεία τέχνης. Ο Λογοθετόπουλος απέρριψε και πάλι το αίτημα της αποκάλυψής τους. Ωστόσο πραγματοποιήθηκαν δειγματοληπτικοί έλεγχοι από Έλληνες αρχαιο-
λόγους, με την προσοχή στραμμένη κυρίως στα ευαίσθητα αντικείμενα από χαλκό.

Τον Ιούλιο του 1942 ο von Schoenebeck εγκατέλειψε την Ελλάδα. Οι υπηρεσιακές υποθέσεις του παραρτήματος της «Kunstschutz» στην Ελλάδα εκτελέστηκαν στη συνέχεια «μόνο από έναν ανώτερο υπάλληλο της στρατιωτικής διοίκησης».

Ο Kraiker, ο οποίος προηγουμένως είχε συνεργαστεί στενά με τον Schoenebeck, συνέχισε την πορεία του τελευταίου.


Μεταφορά του Ηνίοχου στην Αθήνα

Στις 31.08.1942 ο Κεραμόπουλος έλαβε μια επιστολή από τον Λογοθετόπουλο με την ακόλουθη διατύπωση:

 

«31η Αυγούστου 1942

Προς τον κ. Αντών. Κεραμόπουλον, 

Διευθυντήν Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων

Παρακαλούμεν όπως το ταχύτερον μεταβήτε εις Δελφούς, ίνα εποπτεύσητε την εκταφήν του Ηνιόχου, παραλαβήν του και μεταφοράν εις Αθήνας προς λήψιν των αναγκαίων μέτρων συντηρήσεώς του.

Ο Υπουργός»

 


Τον Σεπτέμβριο του 1942 διεκομίσθησαν στην Αθήνα τα δύο ξύλινα κιβώτια με τα τμήματα του Ηνιόχου. Για τη μεταφορά διηγείται ο Kraiker στην τελική του έκθεση του 1945:

«Επειδή ο ομοίως περίφημος χάλκινοςΗνίοχος των Δελφών έπρεπε να θεωρηθεί πλέον ως εκτεθειμένος σε κίνδυνο λόγω της απόκρυψης σε μια υγρή σπηλιά, ορίστηκεη διακομιδή του στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα και αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της διάθεσης ενός φορτηγού οχήματος».

Η μεταφορά του Ηνιόχου στην Αθήνα συνοδεύτηκε από διαμαρτυρίες του εγχώριου πληθυσμού.

Στις 06.09.1942 ο Λογοθετόπουλος ζήτησε τέσσερις ειδικούς στην Αθήνα, ώστε να ανοίξουν και να ελέγξουν τα κιβώτια με τα τμήματα του Ηνιόχου και τα άλλα χάλκινα αντικείμενα από τους Δελφούς.
Αμέσως μετά θα ακολουθούσε ο καθαρισμός και η συντήρηση των αντικειμένων.
Στις 21.09.1942 εντέλει οι καθορισμένοι από το Υπουργείο εμπειρογνώμονες εξέτασαν το περιεχόμενο των κιβωτίων. Όπως προκύπτει από το σχετικό πρωτόκολλο, εκπρόσωποι της στρατιωτικής «Kunstschutz» δεν ήταν παρόντες. Η κατάσταση των αρχαιοτήτων τεκμηριώθηκε λεπτομερειακά.

«Πρωτόκολλον της επιτροπής της συσταθείσης προς παραλαβήν των δύο κιβωτίων χαλκών αρχαίων του Μουσείου Δελφών.

Εν Αθήναις σήμερον την 21ην Σεπτεμβρίου 1942 ημέραν Δευτέραν και εν τω Εθνικώ Αρχαιολογικώ Μουσείω συνήλθεν η επιτροπή η συσταθείσα διά του υπ ́ αρ. 46338/1564/6.9.42 εγγράφου του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας αποτελουμένη εκ των κ.κ. Α. Σοφιανοπούλου, καθηγητή του Πολυτεχνείου, ως πρόεδρου, Χ. Καρούζου, Δ/τού του Εθν. Μουσείου, Ειρήνης Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου, εφόρου αρχαιοτήτων και Φ. Σταυροπούλου,
εφόρου αρχαιοτήτων ως μελών και ήνοιξε
τα δύο ξύλινα κιβώτια τα μετακομισθέντα εκ Δελφών υπό του Δ/τού των Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων και περιέχοντα χαλκά αρχαία του Μουσείου Δελφών, φέροντα δε τους αριθμούς 1 και 2. Αι σφραγίδες τούτων ήσαν αλύμαντοι και τα περιβάλλοντα σύρματα σχεδόν ακέραια. Του υπ ́ αρ. 1 κιβωτίου όμως η βάσις και αι δύο μακραί πλευραί είχον προσβληθή υπό της υγρασίας.

Το περιεχόμενο των κιβωτιών τούτων ήλεγξεν επί τη βάσει του πρωτοκόλλου υπ.
αρ. 3 19 Ν/βρίου 1940 της επιτροπής εξασφαλίσεως των αρχαιοτήτων του Δελφικού Μουσείου (αποτελουμένης εκ των κ.κ. Α. Σώχου, Α. Κοντολέοντος, Κ. Κολομβότσου, Β. Ραφτοπούλου και Ι. Αντωνολουκά) και εύρε τούτο απολύτως σύμφωνον προς το εν τω πρωτοκόλλω τούτο αναγραφόμενον, ήτοι:


Εν τω κιβωτίω υπ ́ αριθ. 1 περιείχοντα τα εξής αρχαία

1ον Ο ηνίοχος (χάλκινος) από της οσφύος μέχρι και των ποδών.
2ον Ο δεξιός βραχίων του ηνιόχου.
3ον Τρείς (3) τανίαι χάλκιναι, τα ηνία του ηνιόχου
4ον Τεμάχιον ουράς αλόγου χάλκινον (τμήμα της συνθέσεως του ηνιόχου)
5ον Το υπ ́ αριθ. 3618 τεμάχ. της συνθέσεως του ηνιόχου.
6ον Τεμάχιον τιμονίου της συνθέσεως του ηνιόχου.
7ον Έτερον τεμάχιον τιμονίου περιεσφυγμένον διά λωρίδος χαλκίνης.
8ον Αριστερά χειρ χαλκίνη κορασίδος εκ της συνθέσεως του ηνιόχου, η χειρ αυτή κρατεί τα άκρα ηνίων.
9ον Οκτώ (8) τεμάχια χάλκινα ανήκοντα εις το συγκρότημα του άρματος του ηνιόχου.
10ον Δύο (2) δεσμίδες ηνίων χαλκίνων ανήκουσαι επίσης εις την σύνθεσιν του ηνιόχου.

11ον Τρεις (3) πόδες χάλκινοι ίππου εξ ων οι δύο (2) είναι από του μέσου περίπου του μηρού μέχρι και της οπλής, το δε τρίτον από του μέσου της κνήμης μέχρι και της οπλής.

Εν τω κιβωτίω υπ αριθ. 2 περιείχοντο τα εξής αρχαία

1ον Η προτομή του ηνιόχου
2ον Αγαλμάτιον Απόλλωνος (Κούρου) υπ. αριθ. 1663
3ον Τα υπ αριθ. 2527
(;) 

4ον 2846, αμφότερα ταύτα αγαλμάτια αρχαϊκά 

5ον Αγαλμάτιον γρυπός ύψ. 0,22 μ 

6ον Αγαλμάτιον γρυπός ύψ. 0,17 τού μ.
7ον Αγαλμάτιον γρυπός ύψ. 0,19 τού μ.
8ον Τό υπ. αριθ. 2885 αγαλμάτιον γρυπός
9ον Υπ. αριθ. 2975 κράνος
10ον Υπ. αριθ. 3200 κράνος
11ον Υπ. αριθ. 1842 κράνος, και
12ον Υπ. αριθ. 2975 κράνος
Σημειούται ότι εκ των ως άνω κρανών τα
δύο είναι ταυτάριθμα ήτοι τα υπ ́ αρ. 2975.»

[Τα χάλκινα αντικείμενα με αρ. 3-12 δεν έχουν σχέση με τον Ηνίοχο].

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, τον Σεπτέμβριο του 1942 μεταφέρθηκαν στην Αθήνα αλώβητα δώδεκα μεμονωμένα τμήματα της ομάδας του Ηνιόχου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το άγαλμα δεν μπορούσε ούτε να συναρμολογηθεί ούτε να εκτεθεί. Οι αρχαιολόγοι είχαν μπροστά τους μόνο έναν στόχο καταρχήν: την ασφαλή φύλαξη της αρχαίας κληρονομιάς της χώρας τους.


Αποκατάσταση και μεταφορά του Ηνίοχου πίσω στους Δελφούς

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η «Kunstschutz» επεσήμανε την ύπαρξη και τη σημασία του Ηνιόχου στα φυλλάδια για τους Δελφούς76, καθώς και σε ένα δαπανηρά συλληφθέν «αναμνηστικό έντυπο» [Erinnerungsschrift].
Οι συνεργάτες της «Kunstschutz», καθώς και κάποιοι μυημένοι αρχαιολόγοι γνώριζαν πού είχε γίνει η απόκρυψη του Ηνιόχου μετά το 1942. Διαφορετικά βίωσαν ωστόσο τα πράγματα ο ελληνικός πληθυσμός και κυρίως οι κάτοικοι των Δελφών. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου έγινε για αυτόν το λόγο δημοσίως γνωστό το ερώτημα αναφορικά με τον τόπο φύλαξης και την κατάσταση του χάλκινου αγάλματος. Ελλιπής επικοινωνία και μεγάλη ανασφάλεια οδήγησαν μετά το τέλος της περιόδου κατοχής στο να διαδοθούν στον πληθυσμό πολυάριθμες φήμες.

H κομμουνιστική εφημερίδα «Aπελευθερωτής» κατέστησε μάλιστα υπεύθυνο για την απώλεια του αγάλματος τον Διευθυντή Αρχαιοτήτων Αντώνιο Κεραμόπουλο:

 «Πού βρίσκεται ο Ηνίοχος των Δελφών; Η αρπαγή ενός αριστουργήματος. Όλη η Ελλαδα και ολόκληρoς ο πολιτισμένος κόσμος μαζί θέλουν να μάθουν:

Πού βρίσκεται το αρχαίο αριστούργημα της τέχνης, ο περίφημος Ηνίοχος των
Δελφών, που πήρε απ ́ το Μουσείο Δελφών ο κ. Κεραμόπουλος, με το πρόσχημα να τον φέρη εδώ να τον καθαρίσει:
Πάνε τώρα δυο και πλέον χρόνια που ο Ηνίοχος πάρθηκε απ ́ τον τόπο του και
κανένας δεν ξέρει τί έγινε. Η αρπαγή του έγινε στον καιρό της Ιταλικής 
κατοχής»


 Δεν μας είναι γνωστό το πώς αντιμετωπίστηκαν αυτές οι φήμες και κατηγορίες. Το έτος 1945, πάντως, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μπόρεσε να ξεκινήσει με την αποκατάσταση των χάλκινων αγαλμάτων του.

Αρκετές φωτογραφικές λήψεις μαρτυρούν εργασίες στα περίφημα χάλκινα έργα.
Ήδη το 1946 ο Ηνίοχος παρουσιάστηκε σε μια προσωρινή έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Και από αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν φωτογραφίες. Ακόμη πιο σημαντική είναι για αυτόν το λόγο η αναφορά ενός τότε 14χρονου επισκέπτη του Μουσείου:

«Ο Ηνίοχος μεταφέρθηκε κατά την Κατοχή στην Αθήνα για ασφάλεια. Μετά τον πόλεμο τον είδα, νομίζω το 1946, στην προσωρινή
έκθεση του Εθνικού Μουσείου, με είσοδο

από την οδό Τοσίτσα. Μεταφέρθηκε στους Δελφούς αργά γιατί η περιοχή λόγω του
εμφυλίου δεν ήταν ασφαλής και εκτέθηκε προσωρινώς μέχρι της ανακατασκευής
του Μουσείου που έγινε το 1959-1960.

Έμεινε στην Αθήνα έως αργά μετά την απελευθέρωση. Τον είχα δει στο Εθνικό Μουσείο, μαζί με τον Αριστόδικο στην πρώτη πρόχειρη έκθεση στη νέα πτέρυγα του Εθνικού το 1946».

Παρά τον εμφύλιο και τις ταραχές σε ολόκληρη τη χώρα, η επανέναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έγινε αντιληπτή από τον αθηναϊκό πληθυσμό ως θρίαμβος και σημάδι βαθμιαίας επιστροφής στην κανονικότητα.

Ως σύμβολο μάλιστα της αρχαίας κληρονομιάς και της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας ο Ηνίοχος απεικονίστηκε το 1947 στα χαρτονομίσματα των 10.000 δραχμών της Τράπεζας της Ελλάδος.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου και το πέρας των μέτρων αποκατάστασης, το περίφημο
άγαλμα έμελλε να επιστρέψει το έτος 1951 πάλι στους Δελφούς. Εκεί παραμένει
έκτοτε ένας σημαντικός πόλος έλξης για ερευνητές και τουρίστες από όλον τον κόσμο.




 


 

 



 

 

 

 

 

 

 







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου