Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930
Ιωάννη Ν. Μπακούρου
(1919-2010)
Σήμερα, όσο κι αν δεν
το θέλω, ο νούς μου στριφογυρίζει στα
περασμένα, μα όχι λησμονημένα χρόνια
του χωριού μου. Μπορεί οι άνθρωποι του
καιρού εκείνου να μην είχαν ανεβασμένο
βιοτικό επίπεδο, είχαν όμως καλοσυνάτη
αγάπη μεταξύ τους και ανθρωπιά, ανθρωπιά
που δύσκολα βρίσκεις τη σημερινή εποχή.
Ο άνθρωπος εδώ έχει
συντροφιά τον άνθρωπο, το συγχωριανό
και όλο το χωριό ήταν τότε μια μεγάλη
οικογένεια. Μαζί στις χαρές και τις
λύπες της ζωής.
Δυο άνθρωποι τότε,
συγχωριανοί, συναντήθηκαν στο καφενέ
:
- “Γειά σου Νικόλα, χάθηκες, γιατί; Καλά είναι η φαμιλιά;”, απαντά ο Νικόλας :
- “Καλά Χαραλάμπ', το ζο έχω άρρωστο, άφαγε στην ποταμιά κάτι τρελομανίτες και το σπόρ΄σε και μου 'κοψε τα χέρια τώρα τρείς μέρες. Πως να φέρω τον καρπό απ' το λόγγο;”
- “Τι λές μωρέ Νικόλα! Και δε μ' τόλεγες; Εγώ έχω δυό ζα, αύριο το χάραμα θα φέρω το ένα στην αυλή σου να κάνεις τη δουλειά σου ώσπου να γειάνει το δικό σου”. Ο Νικόλας άπλωσε τα χέρια και τον αγκάλιασε συγκινημένος για την καλοσύνη του.
Τέτοια αισθήματα και
ανθρωπιά αγάπης είχαν οι άνθρωποι τότε.
Τώρα τα αφεντικά απο τα σπίτια πέθαναν,
οι νέοι νοικοκυραίοι ξέχασαν τα ήθη και
τις συνήθειες των παππούδων, το “γειά
σου” που θα σου ειπούν θα είναι ευγενικό
αλλά ψεύτικο.
Και θυμάμαι τους
Δελφούς, πριν απο το μεγάλο πόλεμο του
'40, αραιοκατοικημένους. Κάθε σπίτι είχε
και το περιβόλι του, τα λάχανα του χειμώνα
και όλα τα καλούδια του καλοκαιριού, με
τα μεγάλα κίτρινα κολοκύθια να κρέμονται
στους φράχτες και τα ηλιοτρόπια, μεγάλα
σαν κεφάλια μικρών παιδιών να στολίζουν
τα περιβόλια. Νερό είχε άφθονο απο τη
δεξαμενή στην κορυφή του χωριού, που
γέμιζε απο το Μπίστριο του Παρνασσού.
Και ήταν νεροκράτης, διορισμένος απο
την κοινότητα, που πότιζε με τη σειρά
τα περιβόλια. Κατέβαινε ορμητικά απο
του Μπακαρίνου και έτρεχε στα ρείθρα
των δρόμων το νερό, κελαρυστό, σκορπίζοντας
δροσιά.
Τα περιβόλια είχαν και
κορομηλιές, ροδιές, μα προπάντων συκιές,
εκατοντάδες συκιές με άσπρα και μαύρα
σύκα να κρέμονται ώριμα, λαχταριστά, κι
εμείς τα παιδιά ανεβαίναμε πάνω και τα
ρημάζαμε, ιδίως στις κάτω γειτονιές.
Αρχίζαμε απο του Δ. Δημάκου, Μπακαρίνου,
Θοδωρή Κουρούμαλη, Αργύρη Παπαθανασίου
του Κολτή και οι γυναίκες μας έπαιρναν
χαμπάρι και μας κυνηγούσαν με τα στούμπια
(πέτρες). Καταλήγαμε στο πηγάδι του
Παπαλάκη, όπου πίναμε κρύο νερό, που το
βγάζαμε με ένα τρύπιο κουβά και συζητούσαμε
ποιά συκιά είχε τα καλύτερα σύκα.
Κάθε σπίτι είχε
κληματαριές γύρω του και στους τοίχους
κρεβατωμένες. Στις αυλόπορτες κρέμονταν
τα σταφύλια , άσπρα και μαύρα αϊτονύχια
και κοκκινούρες λαχταριστές. Και εμείς
τα παιδιά, συμμορία τότε, τα κλέβαμε τις
νύχτες, ιδίως τον Αύγουστο με το φεγγάρι
που ήταν γινωμένα, στου Π. Σεγκούνη
(Ατέρμονα), στου Π. Ηλιόπουλου και στου
Τίντου, εκεί που είναι σήμερα το μέγαρο
του ΟΤΕ.
Πόσο θα ήθελα σήμερα
να ήμουν μικρός, γύρω στα δεκατρία με
δεκατέσσερα χρόνια, να παίζω με τους
άλλους συνομηλίκους μου στους δρόμους,
ξυπόλυτος, σαμάδες και βόλους και τους
κλέφτες, να ρημάζουμε τις συκιές και
τις κληματαριές... Μα τι λέω -ξεχάστηκα
και αφαιρέθηκα- δεν υπάρχουν σήμερα
περιβόλια, ούτε συκιές, έχουν γίνει
δωμάτια για τους ξένους και οι δρόμοι
που παίζαμε, αδιάβατοι απο αυτοκίνητα.
Απο του Αγίου Κωνσταντίνου
περνούσε ο μαναράς ή γιδάς (ο Μπάλιος,
πατέρας και γιός) απο τις γειτονιές,
μάζευε τις γίδες μανάρες του χωριού
-κάθε σπίτι είχε απο μία έως δύο γίδες
και είχε το γάλα για τα παιδιά του και
κατσίκια για τον καπαμά τις Αποκριές
και το ψητό στη σούβλα για το Πάσχα. Και
πλημμύριζαν οι δρόμοι κάθε πρωί απο
τις γίδες με τα κουδουνάκια στο λαιμό.
Και το βράδυ, που τις έφερνε και γέμιζαν
τους δρόμους με τις κακαράτζες, τις
μάζευε για να μαρκαλιστούν απο τα δυό
μεγάλα και βαρβάτα τραγιά που είχε για
αναπαραγωγή -έπαιρνε για το μαρκάλο για
κάθε γίδα εκατό δραχμές.
Και ο κεντρικός δρόμος,
κατάφυτος δεξιά και αριστερά απο ακακίες
που ήταν ανθισμένες όλο το καλοκαίρι
και μοσχοβολούσαν. Και απο τα μπαλκόνια,
άλλα ξύλινα και άλλα σιδερένια, κρέμονταν
γεράνια, γαρουφαλιές, ματζουράνες,
μοσχομολόχες και πλατύφυλλοι βασιλικοί
σαν ανθοκήπια.
Ηταν και οι ντελάληδες.
Θυμάμαι τον Κανέλλο, που διαλαλούσε
στους δρόμους, στο χάνι του Καλαμπάκα
(Π. Κοντοδήμου) : “Εφεραν κρεμμύδια απο
την Ερατεινή, 50 λεφτά η οκά” ή “ Ο Γιώργης
Κουρούμαλης έφερε πεπόνια και καρπούζια
απο το Κόμμα της Λαμίας, μια δραχμή η
οκά και με τη βούλα... και ντομάτες απο
το Ξηροπήγαδο”. Καθώς και τον αξέχαστο
Αντρέα Σαράντη (Σορόκο), που διαλαλούσε
στη Λεκαριά : “ Φέραν πλεξάνες σκόρδα
χοντρά απο την Τριπολιτσά και κουκιά
βραστερά απο το Μπισκένι, να πάτε να
πάρετε πριν εξαντληθούν”.
Δύο και τρείς φορές το
χρόνο ερχόντουσαν και οι καλατζήδες
απ' την Ηπειρο, με τα χοντρά τους ρούχα
και το λινατσένιο σακί στην πλάτη και
φώναζαν στις γειτονιές : “ Χαλκώματα
γανώνω...”. Τότε τα είδη κουζίνας ήταν
χάλκινα και απο τη χρήση πρασίνιζαν γι
αυτό γάνωναν τεντζερέδες, ταψιά, μπρίκια
καθώς και τα κακάβια και τα έκαναν να
λάμπουν.
Γινόντουσαν και
δημοπρασίες κτημάτων στον καφενέ του
Καραϊσκου. Θυμάμαι έβγαζαν για πούλημα
ένα μεγάλο κτήμα , το ελαιόκτημα στη
Ζυγωτή, που ήταν κάτω απο το Μετόχι της
Παναγίας. Εξακόσια δένδρα ελιάς ιδιοκτησία
της παναγίας της Ζυγωτής που υπάγεται
στη Μονή Ιερουσαλήμ στη Δαύλεια. Και το
πούλησαν οι καλόγεροι με το Δεσπότη της
Λιβαδειάς αφήνοντας στη Μονή τα περιβόλια
με τις καρυδιές και τις συκιές.
Στη δημοπρασία αντίπαλοι
ήταν ο Τάσος Κολομβότσος (Ραχήτης) και
ο Τζίμης Βαρώνος,ο Αμερικάνος. Αρχίσανε
απο εκατό χιλιάδες δραχμές και φώναζε
ο ντελάλης: “ Κολομβότσος εκατό χιλιάδες”,
σε λίγο : “Βαρώνος εκατόν πανήντα
χιλιάδες”, “Κολομβότσος διακόσιες
χιλιάδες”. Πείσμωσε ο Τζίμης, ο Αμερικάνος
και το πήγε τριακόσιες χιλιάδες και
φώναξε ο ντελάλης ο Σορόκος: “ Εχετε
κύριος μία, έχετε κύριος δύο, έχετε
κύριος τρείς... κατοχυρώνεται το ελαιόκτημα
στον Τζίμη Βαρώνο”. Και έκανε αίσθηση
στους χωριανούς που ο Τζίμης ο Αμερικάνος
είχε τριακόσιες χιλιάδες δραχμές -ποσό
μεγάλο για την εποχή- και ανέβηκε στην
εκτίμησή τους.
Και τι δεν θυμάμαι...
Το παιδομάνι στους δρόμους, να παίζουν
κρυφτούλι, να δέρνονται, να φωνάζουν
και να σπάνε τα κεφάλια τους με τον
πετροπόλεμο... Τις κληματαριές και τους
μαυρισμένους φούρνους στις αυλές των
σπιτιών... Τη μυρωδιά των ψημένων καρβελιών
να πλανιέται στα σοκάκια της γειτονιάς
και τις αξέχαστς αυγόπιτες, σε μεγάλα
ταψιά στο φούρνο, μοσχοβολιά μοναδική...Τον
εμποράκο με το γαϊδούρι με τα τσίτια,
να χτυπά την καραμούζα και να φωνάζει:
“Πάρτε κυράδες ωραία υφάσματα”... Τις
καλοκαιρινές αυγές με τη μαγεία στο
γλυκοχάραμα και τα σούρουπα, όταν
καταλάγιαζε η φύση με το σύθαμπο και
αγνάντευες τα γύρω βουνά...
Αυτό ήταν το παλιό
χωριό μου που έφυγε για πάντα και το
νοσταλγώ. Αλησμόνητες, ευτυχισμένες
μνήμες ιερές των παιδικών μας χρόνων.
Για 'κείνους απο εμάς που ξαναφανερώνουμε,
έστω και για λίγο, την παιδικότητα της
ψυχής μας και το αγνό χαμόγελο του παλιού
καιρού.-
Απο την Λαογραφική
έκδοση του Δήμου Δελφών με ιστορίες και
περιγραφές του Ιωάννη Ν. Μπακούρου “
Κάτω απο τις Φαιδριάδες” (2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου