Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

ΤΑ ΠΟΙΜΕΝΙΚΑ


Τα "Ποιμενικά" είναι μια εργασία-έρευνα του αείμνηστου δασκάλου και διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Δελφών Γιώργου Γεωργίου σχετικά με τις δραστηριότητες, συνήθειες και πρακτικές των τσοπάνηδων και τσελιγκάδων της περιοχής Παρνασσού-Δελφών-Αράχοβας αλλά και αλλού.

Αποτελείται απο ένδεκα (11) χειρόγραφες, απο τον ίδιο, σελίδες και παραδόθηκε στον σύνδεσμο "Οι Φίλοι των Δελφών" που είχε ιδρυθεί το 1966 με σκοπό, μεταξύ άλλων, την διατήρηση και διάσωση της λαϊκής μας παράδοσης και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ερευνες άλλων συνεργατών του συνδέσμου για δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, ήθη και έθιμα του γάμου, κλπ θα δημοσιευθούν στα Δελφικά Χρονικά μόλις καταστεί δυνατόν να αντιγραφούν καθώς όλα βρίσκονται στην πρωτότυπη χειρόγραφη μορφή τους.



ΤΑ ΠΟΙΜΕΝΙΚΑ
Υπο Γεωργίου Γεωργίου
Δελφοί


  1. Γύρω απο το γέννο
Είναι ασάλευτη πίστις των τσοπάνηδων, ότι τα ζωντανά που κυοφορούν, δικαιούνται μια κάποια ιδιαίτερη οπωσδήποτε μεταχείρηση και κυρίως όταν πλησιάζει ο καιρός του γέννου. Γι αυτό το κοπάδι, σαν πλησιάζει ο χρόνος που θ' αρχίσει ο γέννος, χωρίζεται στα στέρφα και ετοιμόγεννα.
Οι ποιμένες μας και τώρα και παλιότερα δίνουν σημασία στο χρόνο που αρχίζει ο γέννος. Οταν γίνεται στου φεγγαριού τη γιόμωση, τούτο το θεωρούν σαν καλό σημάδι για τη βρωστιά των όσων γεννιούνται αρνιών και κατσικιών. Πιστεύουν πως αυτά θα γίνουν μεγάλα και βαριά και θα φέρουν έτσι δα καζάντι στ' αφεντικό.

Εχοντας λοιπόν αυτή τη γνώμη, τα τραγιά και τα κριάρια τ' απόλαγαν και τ' απολούν στις γίδες και στις προβατίνες στη γιόμωση του φεγγαριού γα το μαρκάλο, όπως λένε.

Γεννημένες λίγο πρίν, όταν άρμεγαν μιά ή και πολλές γίδες ή προβατίνες, έφτιαχναν με το γάλα αυτό, αφού το βράσουν σε ειδικά τσουκάλια, οι λίγοι πόχουν μείνει, γιδοπροβατάρηδες, το λεγόμενο κοκοφρίγκι.

Παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμα, ιδίως οι γιδάρηδες, συνηθίζουν να μην αφήνουν διπλάρικα, γιατί πιστεύουν πως δεν μπορεί να τα θρέψει η γίδα. Τα μικρά που σφάζουν για να τα μονέψουν συνηθίζουν να τα κάνουν καπαμά, βαρύ αλλά νόστιμο φαγητό. Αυτό γίνεται στη γάστρα.

Το στομάχι απο τα διπλάρικα, που σφάζουνε, το γεμίζουν γάλα, και αυτό με το υλικό του στομαχιού μετατρέπεται σε ζύμη (πιτιά) που πήζουν το τυρί. Οταν έτσι πήζεται το τυρί γίνεται πολύ νόστιμο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως το γάλα που θα πέσει μέσα στο στομάχι πρέπει να προέρχεται απο ζωντανό που έχει γεννήσει μόλις λίγες ημέρες πριί και ο ασκός του στομαχιού πρέπει να κρεμαστεί για κάμποσες ημέρες ώστε να στεγνώσει.

  1. Πως γίνεται το πήξιμο του τυριού
Βέβαια τυρί αρχίζουν να κάνουν οι τσοπάνηδες όταν πουλάνε ή αποκόβουν τα μικρά. Οι προβαταρέοι αρχίζουν πιο νωρίς να πήζουνε τυρί απο τους γιδάρηδες. Αυτί γίνεται γιατί πολύ πιο γρήγορα βάζουνε στη στρούγγα τις προβατίνες απο τις γίδες.

Αρμέγουν λοιπόν τα γαλάρια, τον πρώτο καιρό δυό φορές την ημέρα, Συνήθως πρωϊ κι απόγευμα. Οταν δηλαδή έρχονται απο το νυχτοσκάρι στα σταλό, τη μιά φορά, κι όταν σκαρίζουν το απόγευμα την άλλη.

Το γάλα το μαζεύουν σε καρδάρες, αρμέγοντας εκεί στην πόρτα της στρούγγας, καθισμένοι στο στρουγγόλιθο οι τσοπάνηδες, τα ζωντανά τους, αφού κάποιος σαλαγώντας τα, τα υποχρεώνει να διαβαίνουν απο μπροστά απο τον αρμεχτή.

Απο τις καρδάρες, ύστερα το ρίχνουνε σε μεγάλα καζάνια σουρώνοντάς το κατ' αρχήν. Εκεί, και ανάλογα με την ποσότητα, ρίχνουν λιωμένη την πιτιά σε κρύο νερό, μέσα στο γάλα. Η πιτιά προκαλεί τη ζύμωση κι έτσι ύστερα απο μερικές ώρες το γάλα πήζει και γίνεται η στάλπη η λεγόμενη.

Την ώρα που ρίχνει την πιτιά μέσα στο γάλα το πολύ, ο τσοπάνης λέγει: “Να γίνει τέτοιο κρουστό, σαν ψωμί, σαν τυρί και σαν της παπαδοπούλας το βυζί”.

Την άλλη μέρα το πρωϊ ανακατεύεται η στάλπη μέσα στο καζάνι κι έπειτα ρίχνεται σε ειδικά πανιά, τις τσαντίλες, απ' όπου φεύγει το τυρόγαλο και μένει στο πανί, το φρέσκο τυρί σε μορφή σφαιρική. Αυτό τοποθετείται σε ταψιά και κόβεται σε σχήμα σταυρού στα τέσσερα κι ύστερα σε πιο μικρά κομμάτια. Αλατίζονται τα κομμάτια, τοποθετούνται σε ειδικούς κάδους ξύλινους, που φυλάσσονται σε κάποιο ισκερό μέρος κοντά στη στρούγγα και απο κει κατόπιν, ψημένο πλέον, τοποθετείται σε βαρέλια έτοιμο για το εμπόριο. Αυτό το τυρί είναι η φέτα η γνωστή.




  1. Το ανέβασμα στα βουνά
Στο μαραζιάρη κάμπο που βρίσκονται στη χειμερινή περίοδο ανακατεύοντας τη λάσπη, αναθυμούνται νοσταλγικά την όμορφη εποχή της ανοίξεως και του καλοκαιριού, που απολαμβάνουν στα ψηλά βουνά, στα ισκερά τα δάση, στις κρουστάλλινες πηγές και στα χορταριασμένα πλάγια και αναφωνούν τραγουδιστά :

“Πότε θε νά 'ρθει η άνοιξη, θε νά 'ρθει καλοκαίρι
να βγούν οι βλάχοι στα βουνά να βγούν οι βλαχοπούλες
να βγεί και το βλαχόπουλο λαλώντας τη φλογέρα...”

Είναι αναντίρρητη αλήθεια πως η αναχώρηση για τα βουνά αποτελεί για τους τσοπάνηδες αναστάσιμη ημέρα. Ασφαλώς θα αισθάνωνται ο,τι η Περσεφόνη αισθανότανε σαν άφηνε τα σκοτεινά παλάτια του συζύγου της και ανέβαινε στα ηλιόφωτα και ανθόσπαρτα της μάννας της παλάτια, ο,τι τέλος νιώθει καθένας που όλο και πιο ψηλά τραβά για πιο φαρδείς ορίζοντες.

Το μέρος του καταυλισμού είχε απο μπροστά επισημανθεί. Οι προετοιμασίες για την υποδοχή έχουν προηγηθεί της αναχωρήσεως.
Η στρούγγα πρέπει να είναι μέρος κατάλληλο για τη διαμονή του νοικοκυριού, για το άρμεγμα και για το στάλιασμα. Κάπου εκεί κοντά πρέπει να υπάρχει βρύση για τις ανάγκες της στάνης και σκιερά δένδρα για το στάλισμα του ποιμνίου, τα δε σπαρτά να 'ναι μακριά για να μη γίνονται ζημιές.

Ετσι διαλέγεται η θερινή διαμονή και το ανέβασμα αρχίζει ανάλογα με τον καιρό απο τις 20 τ' Απρίλη μέχρι στις 10 του Μάη. Ζωντανά και άνθρωποι σ' ατέλειωτη σειρά όλο χαρά και ευτυχία, περνοδιαβαίνονται, συναγωνίζονται, κοντανασαίνουν μα προχωρούν, όλο προχωρούν και ανεβαίνουν στα ξέφωτα, στα διάπλατα, στις ράχες, στα λαγκάδια. Είναι του βλάχου απερίγραπτη η χαρά στ' αντίκρισμα της στρούγγας. Μα ο νούς του τρέχει στα παλιά σαν ήτανε αυτός παιδάκι ανάμεσα στα πρόβατα, χτυπώντας τα ένα ένα για να περνούν στο άρμεγμα κι εκείθε εις το σταλό. Βλέπει τ' αχνάρια του παππού, το διάβα του πατέρα και αναθυμιέται την παλιά Λαμπρή, που σιώταν το λαγκάδι απο τα ντουφεκίσματα και τα Χριστός Ανέστη, πόλεγαν τραγουδιστά οι γειτονικές οι στάνες.

Φεύγουν, περνούν οι άνθρωποι, αλλάζουν οι καιροί. Αυτά ο βλάχος συλλογίζεται, ενώ τα πρόβατα χοροπηδούν και τρέχουνε στο στάλο.

  1. Ο Σκάρος
Είναι γνωστόν ότι τα πρόβατα, κυρίως κατά την απογευματινήν εξόρμηση, βοσκούν μέχρι στις 10 τη νύχτα και ύστερα γρεκιάζουν. Αναπαύονται δηλαδή και αναμασούν την τροφή τους. Αυτή η ανάπαυση λέγεται γρέκιασμα και ο τόπος όπου αναπαύονται γρέκι. Συνήθως γρεκιάζουν σε ορισμένο τόπο και ένα έκαστο σε ορισμένη θέση. Ο χρόνος της νυκτερινής αναπαύσεως κινείται ανάμεσα στις ώρες 10 έως στις τρείς το πρωϊ. Αυτόν ακριβώς τον χρόνο ο τσοπάνος πρέπει να αγρυπνεί, γιατί το ποίμνιο κινδυνεύει απο λύκους, ζωοκλέπτες ή και πρόσκαιρο σκάρισμα, που θα έχει ίσως ως αποτέλεσμα, αν κοιμάται ο τσοπάνης, να μπούν τα ζώα σε σπαρτά παρακείμενα και να κάνουν ζημιές. Για αυτό υπάρχει και το εξής δίστιχο:

“ Καλό είναι το γάλα, το τυρί
κακό το νυχτοσκάρι”

Αυτό κυρίως λέγεται απο παλιούς και πεπειραμένους ποιμένες σε παιδιά πρωτόβγαλτα στη δουλειά αυτή, και τα οποία πολλές φορές κοιμούνται την ώρα που πρέπει να αγρυπνούν.

Τα πρόβατα βέβαια αναπαύονται και απο τις 10 το πρωϊ έως τις 5 το απόγευμα. Τότε βρίσκει τον καιρό και ο τσοπάνης που τα συνοδεύει να αναπαυθεί και να κοιμηθεί στην καλύβα του ή το γιατάκι του.



  1. Το ζουλάπι
Βεβαίως, στη γλώσσα των ποιμένων “ζλάπ” σημαίνει λύκος. Είναι δε γνωστόν οτι ανέκαθεν και μέχρι σήμερα ο φοβερώτερος εχθρός των τσοπάνηδων έχει σταθεί το αληθώς αιμοβόρον τούτο ζώο της ελληνικής υπαίθρου το οποίον, όταν επιπίπτει κατά ποιμνίου αφυλάκτου το αποδεκατίζει σχεδόν παντελώς.

Οταν λοιπόν φανεί σε κάποια στάνη κανένα ζλάπ η συνενόηση μεταξύ των τσελιγγάδων γίνεται με φωνές εξ' αποστάσεως :

“Εχε το νού σ' μπάρμπα Φλώρο, φάν'κε ζλάπ κατά τ' Καμέν' “.

Υστερα απο τα πρώτα μέτρα αμύνης επακολουθεί η επίθεση, δηλαδή η “παγανιά”.
Διοργανώνεται εξερεύνηση στον υποτιθέμενο τόπο παραμονής του θηρίου, αφού προηγουμένως καλοί σκοπευτές έχουν με πολεμικά όπλα πιάσει τα περάσματα. Κατά την εξερεύνηση άνθρωποι παρατεταγμένοι προχωρούν με φωνές και αλαλγμούς χτυπώντας πολλάκις και ηχηρά όργανα, έτσι ώστε αν κρύβεται κάπου εκεί το θηρίο, να πεταχτεί και καθώς φεύγοντας θα περάσει απο το καρτέρι, να εξοντωθεί. Δια του τρόπου τούτου επιτυγχάνεται η εξολόθρευση του φοβερού ζώου.

Συνήθως την παρουσία λύκων επακολουθεί επικύρηξη με την δήλωση των ποιμένων της περιοχής, οτι σ' όποιον σκοτώσει το ζλάπ θα δώσουν καθ' ένας σ' αυτόν απο ένα αρνί, κατσίκι ή άλλο τι είδος.

  1. Ο Κούρος
Παλαιόθεν το μαλλί τόσο των γιδιών όσο και των προβάτων εχρησιμοποιείτο απο τους ανθρώπους προκειμένου να προστατεύσουν εαυτούς απο το ψύχος, τη βροχή και γενικά την κακοκαιρία. Ομως ο άνθρωπος προκειμένου να γίνει κάτοχος του μαλλιού των ευλογημένων τούτων ζώων πρέπει να τα κουρέψει. Η εργασία αυτή που γίνεται αρχές Μαϊου ονομάζεται στη γλώσσα των τσοπάνηδων “Κούρος”.
Είναι ομαδική εργασία και κατά το έθος η φιλική ή συγγενική στάνη βοηθάει τον τσέλιγγα που έχει κούρο. Ακόμα δε και άνθρωποι απο το χωριό επιστρατεύονται ώστε να βοηθήσουν στον κούρο της στάνης. Φυσικόν λοιπόν είναι να λάβει τελετουργική μορφή η εργασία αυτή. Γίνεται λοιπόν σωστό ξεφάντωμα κατά την ημέρα του κούρου. Ψήνει η στάνη που έχει τον κούρο, το φαγοπότι αρχίζει με όρεξη, ύστερα απο την κοπιαστική εργασία του κουρέματος και εντός ολίγου εκεί στην εξοχή σε κάποιο πλάτωμα κάτω απο τον ίσκιο των πανύψηλων ελάτων κυριαρχεί το γλέντι και το βλάχικο τραγούδι.

Τότε οι πλέον αστείοι της παρέας λέγουν οτι ήρθε η ώρα να κουρέψουμε και τη βλάχα, που φυσικά αν είναι φοβιτσιάρα το σκάει στις πλαγιές για τον φόβο των Ιουδαίων.

  1. Γλέντι της Αναλήψεως στη στρούγγα
Η γιορτή της Αναλήψεως γιορτάζεται πανηγυρικώς απο τους τσοπάνηδες. Η γιορτή αυτή βρίσκει τα τσελιγγάτα στα βουνά. Η φύση στα ψηλώματα κατά την εποχή της γιορτής βρίσκεται στην πιο μεγάλη της μεγαλοπρέπεια. Παντού λουλούδια, το πράσινο πέρα για πέρα κυριαρχεί, η ψυχή αισθάνεται έντονα το θείο μεγαλείο και η παρουσία του θεού γίνεται αισθητή στο κάθε δημιούργημα.

Τα πουλάκια ζευγαρωτά γεμάτα κέφι και αγάπη προς τη ζωή διαλαλούν σε όλους τους μουσικούς τόνους την ευγνωμοσύνη τους προς τον δημιουργό. Σε αυτή λοιπόν την σαγηνεύουσα ατμόσφαιρα ευρισκόμενη η μυστικοπαθής ψυχή του τσοπάνη αρπάζει την ευκαιρία να διαδηλώσει κατά τρόπο έντονο την αγνή λατρεία προς τον αναληφθέντα θεό και να τονίσει οτι κάποιος παραλληλισμός υφίσταται μεταξύ αυτού και της αναλήψεως του θεανθρώπου. Οπως εκείνος ανέβηκε στους ουρανούς κοντά στον πατέρα του, έτσι και αυτός εγκατέλειψε τα βάσανα του κάμπου και ανέβηκε ψηλά στη χαρά του βουνού.

Απ' όλες τις στάνες κατά την πρωϊαν της ημέρας αυτής υψώνεται βαθύμαυρος καπνός. Οι τσελιγγάδες έχουν ήδη ετοιμάσει το σφαχτάρι που θα ψήσει ο παραγιός. Οι προσκεκλημένοι, πριν ακόμα χαράξει, έχουν πάρει κιόλας τον ανήφορο κατά τις στάνες. Η κάθε καλύβα του οποιουδήποτε τσοπάνη έχει βάλει τα γιορτινά της, θα φιλοξενήσει τους φίλους, τους συγγενείς, τους έκτακτους. Οι πιο βιαστικοί, οι πλέον ανυπόμονοι, πριν ακόμα καλά-καλά ο ήλιος χρυσώσει τις ψηλές κορυφές, πλησιάζουν να φθάσουν.
Τους περιμένει μια καλόκαρδη βλάχα για να τους ετοιμάσει τον βουνίσιο καφέ και να τους προσφέρει κατάχαμα πάνω στις λατσούδες, μέσα στην καρδάρα το αγνό ζεστό γάλα.

Ενας ένας καταφθάνουν οι καλεσμένοι, φέρνουν ορεκτικά απο το χωριό, φρούτα , παλιό κρασί και τι δεν κουβαλούν πάνω στη στάνη. Του πουλιου το γάλα! Εδώ κρεμμυδάκια, σκόρδα, παραπέρα ντομάτες, κεράσια, αγγουράκια και οι νταμουζάνες η μία δίπλα στην άλλη μέσα στην καλύβα του τσέλιγγα περιμένουν κάποιους ανυπόμονους για να σκορπίσουν το κέφι. Τα πρώτα μεζεδάκια, τα πατροπαράδοτα κοκορέτσια και σπληνάντερα, καταφθάνουν αχνιστά στην τάβλα. Τυρί φρέσκο, σαρδελίτσες, αυγά κι άλλα διάφορα ανοίγουν την όρεξη, και ο οβελίας όσο πηγαίνει και γίνεται ροδοκόκκινος στέλνοντας τη γαργαλιστική του κνίσα τριγύρω σαν διαλαλητή του ξεφαντώματος που θ' ακολουθήσει. Αλήθεια, τέτοιο κέφι, τέτοιο γλέντι, τόσο ξεφάντωμα ως το γέρμα του ήλιου κάτω απο τα σκιέρά ελάτια δεν ματά 'χει γίνει στο χωριό ούτε στη χώρα όλη.




  1. Τα Γκεσέμια
Ποιός δεν έχει ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, πέρα στα πλάγια του βουνού, στου δάσους τα φαράγγια το γλυκόηχο βροντάρισμα του κύπρου του βαριού!
Το γκεσέμι, το πιο μεγαλόσωμο τραγί, το κατσκομούνουχο, όπως τ' αποκαλούν οι τσοπάνηδες, είναι αρματωμένο με τούτο το μεγάλο κύπρο. Υπερήφανο, πάντα πρώτο στο κοπάδι, είναι το καμάρι του τσέλιγγα, ο οδηγός της στάνης.

  1. Η Καππότα
Βασικός επενδύτης, απόλυτα απαραίτητος στον τσοπάνη, οποιαδήποτε εποχή του έτους είναι η καππότα. Αναπληρεί πανωφόρι, σκέπασμα, ομπρέλλα και τον προστατεύει απο το κρύο, τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι. Είναι έτσι δα υφασμένο το ρούχο τούτο, απο τη βλάχα την ίδια, ώστε να μην το περνάει η βροχή. Τυλιγμένος την κάππα του ξενυχτάει μ' οποιοδήποτε καιρό στο ύπαιθρο ο τσοπάνος.

  1. Το Μαντρί
Ριζόσπηλο περιφραγμένο και σκεπασμένο, έτσι ώστε να προστατεύει τα ζώα απ' την κακοκαιρία και τις επιδρομές των αρπαχτικών. Το μαντρί ρίχνεται στα χειμαδιά συνήθως, εκεί δε κοντά βρίσκεται και η καλύβα του τσοπάνη καθώς και πρόχειρες αποθήκες με ζωοτροφές. Σ' αυτό τον τόπο ξεχειμωνιάζει η στάνη.

  1. Αρρώστιες
Συνηθίζουν να ταϊζουν τα ζώα αλάτι κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο. Πολλοί ποιμένες παλαιότερα έριχναν και γαλαζόπετρα κοπανισμένη ανακατεμένη με λίγο θειάφι μέσα στο αλάτι κι έτσι απέφευγαν, όπως πίστευαν, τις ασθένειες τις επιδημικές.
Υπάρχει αρρώστια που οι τσοπάνηδες τη λένε “χαλασμό”. Οταν αρρωσταίνουν απ' την αρρώστια αυτή χάνουν το γάλα τους αλλά παχαίνουν.

Μια άλλη ασθένεια ονομάζεται “πόνεμα”. Κατ' αυτή ερεθίζεται ο μαστός και καταπολεμιέται με το δέσιμο σφιχτά του αντίστοιχου “αφτιού”, εγκαίρως όμως.

Τ' “ασπρομάτιασμα” επίσης είναι μια άλλη αρρώστια που την πολεμάνε πραχτικά με το άνοιγμα της φλέβας που ευρίσκεται πλευρικά της μύτης και προς το μέρος του πονεμένου ματιού.

Επίσης στα πρόβατα κυρίως, παρουσιάζεται ασθένεια ονομαζόμενη “κλαπάτσα”. Είναι ένα είδος ζωϋφίου που μοιάζει με πουρναράγκαθο και μπορεί να το δεί κανένας με το μάτι να περπατά επάνω στο συκώτι. Είναι επικίνδυνη αρρώστια και παλαιότερα δεν υπήρχε τρόπος καταπολεμήσεως, τώρα υπάρχουν ειδικά χαπάκια. Η ασθένεια αυτή παρουσιάζεται κυρίως σε ποίμνια που διαμένουν σε βάλτους.

  1. Είδη που εξυπηρετούν τον ποιμένα στη δουλειά του
Ανάμεσα σε πολλά μικροαντικείμενα, που θεωρούνται σαν απαραίτητα εργαλεία για την εργασία του τσοπάνη είναι τα ακόλουθα :
α) η καρδάρα, ξύλινο κυρίως δοχείο μέσα στο οποίο γίνεται το άρμεγμα, β) το κακάβι, δοχείο απο χαλκό, το μέγεθος του οποίου εξαρτάται απο την ποσότητα του γάλακτος που πιάνει ο τσέλιγγας, γ) το καζάνι όπου κυρίως πήζουν το γάλα, δ) ο κούτλας, δοχείον κι αυτό χαλκωματένιο, πιο μικρό απο την καρδάρα σε χωρητικότητα και που με το δοχείο αυτό μεταφέρουν τη στάλπη απο το καζάνι στα πανιά, τις τσαντίλες, όπου γίνεται τα στράγγισμα του τυριού, ε) η καδούλα, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αποθηκεύεται το τυρί και εκεί αλατίζεται, “ψήνεται” και μετά διατίθεται έτοιμο στο εμπόριο, στ) αγκλάδες, ξύλινα αγκίστρια απο πουρνάρι, κέθρο ή έλατο όπου κρεμούν οι τσελιγγάδες τις τσαντίλες κι άλλα αντικείμενα της στάνης που δεν πρέπει να βρίσκονται κάτω.


    13. Πότε το ζωντανό θεωρείται γέρικο

Κάθε ζωντανό περνάει μερικά στάδια κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ετσι λοιπόν και τα πρόβατα και τα γίδια διέρχονται μέχρι να γεράσουν και χάσουν τα δόντια τους κάποια στάδια. Το πρώτο φυσικά είναι εκείνο κατά το οποίο τρώνε γάλα. Τότε λέμε ότι είναι αρνιά ή κατσίκια. Ευθύς ως αποκοπούν, τότε λέγονται ζυγούρες ή βετούλες ανάλογα αν πρόκειται για πρόβατο ή για γίδι. Οταν περάσουν δυό χρόνια απο το γέννο, τότε το ζωντανό γίνεται ικανό να γεννήσει κι αυτό. Οταν πρωτογεννήσουν ονομάζονται γαλαρομάνες. Στην προκειμένη περίπτωση έχουν ορισμένο αριθμό δοντιών μπροστινών. Οκτώ στην κάτω σιαγώνα. Απο αυτού ο έμπειρος τσοπάνης μπορεί να γνωρίσει πόσων χρόνων είναι το ζώο μέχρι στις τρείς γέννες. Απο τις τρείς γέννες κι επάνω δεν είναι δυνατόν να διακρίνει κανένας την ηλικία του ζώου.

Πάντως όταν διαβεί τις οκτώ γέννες, το ζώο θεωρείται γέρικο καθ' όσον έχει χάσει τα μπροστινά δόντια και δεν μπορεί πλέον να μασίσει ευχερώς. Τότε πουλιέται σε χασάπη για σφάξιμο. Είναι η παλιοπροβατίνα η λεγόμενη.

Η γίδα την ηλικία της την δείχνει στο κέρατο. Γι αυτό λένε : “Αν δεν τη δείχνει η γίδα, τη δείχνει το κέρατο”, δηλαδή την ηλικία.

Απρίλιος 1973,
Γεώργιος Γεωργίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου