Ενα ποιητικό κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου για το άγαλμα του Ηνίοχου, μέσα απο την προσωπική του λογοτεχνική ματιά, όπως δημοσιεύθηκε προπολεμικά στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα.
Το κείμενο ακολουθεί τους κανόνες του πολυτονικού όπως στην αρχική του μορφή.
Ὁ Πολύζαλος, τύραννος τῆς Γέλας, ἀδελφὸς τοῦ Ἱέρωνος τῶν Συρακουσῶν, νικητὴς στὴν ἁρματοδρομία, ἔστησε στοὺς Δελφοὺς ἀνάθημα, ἕνα τέθριππο ἅρμα μὲ ἐπιβάτη τὸν ἴδιο τὸν τύραννο καὶ δίπλα τὸν ἡνίοχό του. Στὰ 373 π. Χ. βράχοι ἀπὸ τίς Φαιδριάδες πέτρες κύλισαν ἐπάνω στὸ ἱερὸ καὶ μαζί μὲ ἄλλα ἀναθήματα ἔκαμαν συντρίμματα τὸ χάλκινο ἀναβάτη, τὸ ἄλογο, τὸ ἅρμα. Σώθηκε ὁ ἡνίοχος. Χάσαμε βέβαια μεγάλο καὶ ἐνδιαφέρον σύμπλεγμα, ἔργο τῶν χαλκοπλαστικῶν ἐργαστηρίων, τὰ ὁποῖα ἔδιναν στὴν ῎Ηλιδα καὶ στοὺς Δελφοὺς τὴν ὑστεροφημία τῶν ἀθλητῶν. ῾Ο νέος ὅμως, ποὺ ἔμεινε ὁλομόναχος, χωρὶς τ’ ἄλογά του, χωρὶς τὸ ἅρμα, ποὺ τὸν ἔκρυβε ὡς τὴ ζώνη, χωρὶς τὸν ἡγεμόνα στὸ πλευρό του, κεντρίζοντας τὴ φαντασία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς συντρόφους του, ποὺ λείπουν καὶ γιὰ τὸ γλύπτη ποὺ εἶναι ἄγνωστος, ἔγινε ἡ πλὲον περίεργη καὶ θελκτικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας γλυπτικῆς - αὐτῆς ποὺ μᾶς εἶναι γνωστή.
Τοῦ ἡνιόχου τὸ λαμπρὸ μέρος εἶναι τὰ κάτω ἄκρα, ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ φανοῦν. Τὰ γυμνὰ πόδια. Χωρὶς νὰ λογαριάση, πὼς θὰ ἦταν κρυμμένα πίσω ἀπὸ τὸ ἅρμα, ὁ τεχνίτης ἔκαμε τὸ καθῆκον του πρὸς τὰ νιάτα. Στήριξε τὴν ὁλόρθη στήλη τοῦ νεανικοῦ αὐτοῦ κορμιοῦ στὸ ὡραιότερο ζευγάρι γυμνῶν ποδιῶν, ποὺ βγῆκαν ποτὲ ἀπὸ τὴν γλυπτικὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ κατόπιν. Τὰ γραμμένα δάχτυλα ξεχωρίζοντας ἕνα ἕνα, ἁπλώνονται στὸ δεξὶ μὲ κάποιο ριπιδωτὸ ἄνοιγμα. Οἱ κόμποι τῶν ἀστραγάλων καθαρὰ πεταγμένοι, τὸ λεπτὸ ἀνέβασμα τῆς κνήμης, τὰ πέλματα, ποὺ πατοῦν ὁλόκληρα καὶ κρατοῦν τὸ σῶμα ἀναπαυμένο καὶ βέβαιο, σχηματίζουν μιὰν ἑνότητα ξεχωριστή, ὅσο κι ἂν τὸ σύνολο ἦταν ἕνα καὶ ἀδιαχώριστο.
Στὴν ἀκινησία τοῦ ῾Ηνιόχου βλέπομε τὸν φρενιτιώδη ἀγώνα, ποὺ ἔχει προηγηθῆ. Πλούσια ἠρεμία. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τρικυμία τῶν μυώνων ἡσύχασε. Τὸ σῶμα ἡρεμεῖ. Χαϊδεύεται ἀπὸ τὸ θρίαμβο. Ἦρθε ὁ ρόλος τοῦ πλήθους. Εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τοῦ νικητοῦ. ῾Η παρέλαση. Ὁ νικητὴς μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα περνᾶ σὲ ἀργὴ περιφορὰ μπροστὰ στὰ πλήθη καὶ δέχεται τὴ χαρμόσυνη βοὴ τῆς ἐπευφημίας, ἀκίνητος ἐπάνω στὸ ἅρμα του, τὸ ὁποῖο ἕνας πεζὸς ὁδηγεῖ κρατώντας τὰ χαλινάρια τῶν ἀλόγων. Ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ παράστησε στὴ θέση τοῦ πεζού γλύπτης, βρεθηκε ἕνα χέρι.
Ὁ ῾Ηνίοχος αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ νίκη, ὑψώνεται χυτός μέσα στὸν ποδήρη χιτώνα του. Οἱ πτυχὲς πέφτουν ἴσιες καὶ βαριές. Πατεῖ καὶ στὰ δυὸ πέλματα. Εἶναι αὐστηρὴ στήλη στημὲνη στὴ δόξα. Οἱ φυσικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις πειθαρχοῦν. Ἡ στάση του συγκρατεῖ τὸ θρίαμβο. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπει καμιὰ κίνηση ἔξω ἀπὸ τὴ γαλήνη καὶ τὴν εὐπρέπεια. Δυὸ κινήσεις σχηματίζουν τὴ δωρικὴ αὐτὴν ἀρμονία.
῾Η μία εἶναι ἡ ἀκαμψία του, ποὺ δείχνει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ἴσιο καὶ ἀτάραχο, μὲ τὶς πτυχὲς τοῦ μακρύτατου χιτώνα βαριὲς καὶ ἀτρικύμιστες. Ἡ δεύτερη κίνηση εἶναι τὸ γέρμα τοῦ κορμιοῦ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἀκόμα ἐντονώτερα τῆς κεφαλῆς, ἡ ὁποία γέρνει κι αὐτὴ πρὸς τὸ ἴδιο μέρος. Ἡ κεφαλὴ εἶναι βυθισμένη, σ’ ἐλαφρὸ ὄνειρο εὐτυχίας. Ἀκούει τὴ μουσικὴ τοῦ πλήθους. Βλέπει τὸ μεγάλο παλμό του καὶ τὴ γραφικὴ ἀνωμαλία του. Τὸ στόμα του μισανοιγμένο. Τὰ χείλη μικρὰ καὶ σαρκωμένα. Στόμα λουλουδένιο. ῾Η ἴσια μύτη καταλήγει σὲ χαριτωμένο λέπτυσμα. Τὰ ρουθούνια ρουφοῦν ἀπολαυστικὰ τὸν ἀέρα, ποὺ χρειάζεται τὸ κουρασμένο σῶμα. Βλέπεις σ’ αὐτὰ τὸ λαχάνιασμα. Τρέμουν. Τὰ μαλλιὰ περιγραμμένα μὲ θαυμαστὴ λιτότητα, ἀφηνουν τοὺς λιτούς τους βοστρύχους νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν ταινία τῆς νίκης, ποὺ τὰ δένει. Τὰ τόξα τῶν φρυδιῶν γράφουν τὴν καθαρὴ καμπύλη τους ἐπάνω ἀπὸ τὴ λαμπρὴ ματιά. Ἀλλὰ τὰ μάτια! Στὴν ἀσπράδα κάποιου σμάλτου ὁ τεχνίτης ἔμπηξε δυὸ κύκλους διαφορετικῶν μετάλλων μὲ ρεαλισμό*, ποὺ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβωμε, τοῦ χρεωστοῦμε τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Τὸ φῶς βυθίζεται καὶ παίζει σ’ αὐτὰ τὰ πετράδια. Τὰ μάτια χαίρονται καὶ σκέπτονται. Καθρεφτίζουν τὸ θρίαμβο.
Εἶναι νιάτα στὴν ἀρχαία γλυπτική, ποὺ δείχνουν τὸ χάδι τοῦ φωτὸς ἐπάνω τους. Εἶναι νιάτα μὲ τὴ σταθερὴ γραμμή τους, ποὺ δοξάζουν τὴν παλαίστρα καὶ τὴ δωρικὴ πολιτεία. Μὰ νιὰτα συμπυκνωμένα ἔτσι στὴν αὐστηρότητα μιᾶς λεπτῆς στήλης, τόσο δυνατὰ στὴν ἀκινησία, τόσο δροσερὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἄσθμα τῶν ἀγώνων δὲν ξανάγιναν. Ποτὲ ἀπὸ χιτώνα δὲν εἶδαμε βραχίονα νὰ προβάλη τόσο δυνατὸς καὶ γραμμένος. Ποτὲ χέρι σὰν τὸ δεξὶ τοῦ Ἡνιόχου, ποὺ κρατᾶ ἐλαφρὰ τὰ χαλαρὰ ἠνία, δὲν ἔδειξε γραμμὴ τόσο μουσική.
Ποιός εἶναι ὁ ἐξαίσιος τεχνίτης τέτοιων ἄκρων; Εἶναι, ὅπως νομίζεται, ὁ Πυθαγόρας ἐκ Ρηγίου, ποὺ ἔκαμε τὸ ἔργο; Ἦταν Ἀθηναῖος ἢ χαλκοπλάστης τῆς Αἰγίνης; Ἴσως αὐτὸ θὰ μείνη ἄγνωστο. Ἀλλὰ θὰ ξέρωμε πάντοτε, πὼς καὶ τὸ ἔργο τοῦτο τὸ ἔδωσε ἡ ἀόριστη ἐποχή, ποὺ εἶναι τέλος τοῦ ἀρχαϊσμοῦ, ἡ στιγμὴ ποὺ προαισθάνεται τὸ Φειδία. ῞Οπως τὸ δέντρο, ὅταν νιώθη τὴν παρακμή του, πετᾶ ὁρμητικὴ καὶ ἄφθονη ἂνθηση, ἡ ἀρχαϊκὴ τέχνη ἑτοίμασε τὸν ἀποχαιρετισμό της σὲ λίγα ἔργα, στὰ ὁποῖα τὰ ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα συγκεντρώθηκαν κι ἔδωσαν τὸ ἀπροχώρητο τοῦ θελγήτρου τους, ἀφήνοντας στὴν ψυχὴ τῶν φίλων τῆς τέχνης συναίσθημα, ποὺ ἂν δὲν εἶναι θαυμασμὸς εἶναι χαρμόσυνη ταραχὴ κι εὐδαιμονία.
Το κείμενο ακολουθεί τους κανόνες του πολυτονικού όπως στην αρχική του μορφή.
Ὁ Πολύζαλος, τύραννος τῆς Γέλας, ἀδελφὸς τοῦ Ἱέρωνος τῶν Συρακουσῶν, νικητὴς στὴν ἁρματοδρομία, ἔστησε στοὺς Δελφοὺς ἀνάθημα, ἕνα τέθριππο ἅρμα μὲ ἐπιβάτη τὸν ἴδιο τὸν τύραννο καὶ δίπλα τὸν ἡνίοχό του. Στὰ 373 π. Χ. βράχοι ἀπὸ τίς Φαιδριάδες πέτρες κύλισαν ἐπάνω στὸ ἱερὸ καὶ μαζί μὲ ἄλλα ἀναθήματα ἔκαμαν συντρίμματα τὸ χάλκινο ἀναβάτη, τὸ ἄλογο, τὸ ἅρμα. Σώθηκε ὁ ἡνίοχος. Χάσαμε βέβαια μεγάλο καὶ ἐνδιαφέρον σύμπλεγμα, ἔργο τῶν χαλκοπλαστικῶν ἐργαστηρίων, τὰ ὁποῖα ἔδιναν στὴν ῎Ηλιδα καὶ στοὺς Δελφοὺς τὴν ὑστεροφημία τῶν ἀθλητῶν. ῾Ο νέος ὅμως, ποὺ ἔμεινε ὁλομόναχος, χωρὶς τ’ ἄλογά του, χωρὶς τὸ ἅρμα, ποὺ τὸν ἔκρυβε ὡς τὴ ζώνη, χωρὶς τὸν ἡγεμόνα στὸ πλευρό του, κεντρίζοντας τὴ φαντασία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς συντρόφους του, ποὺ λείπουν καὶ γιὰ τὸ γλύπτη ποὺ εἶναι ἄγνωστος, ἔγινε ἡ πλὲον περίεργη καὶ θελκτικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας γλυπτικῆς - αὐτῆς ποὺ μᾶς εἶναι γνωστή.
Τοῦ ἡνιόχου τὸ λαμπρὸ μέρος εἶναι τὰ κάτω ἄκρα, ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ φανοῦν. Τὰ γυμνὰ πόδια. Χωρὶς νὰ λογαριάση, πὼς θὰ ἦταν κρυμμένα πίσω ἀπὸ τὸ ἅρμα, ὁ τεχνίτης ἔκαμε τὸ καθῆκον του πρὸς τὰ νιάτα. Στήριξε τὴν ὁλόρθη στήλη τοῦ νεανικοῦ αὐτοῦ κορμιοῦ στὸ ὡραιότερο ζευγάρι γυμνῶν ποδιῶν, ποὺ βγῆκαν ποτὲ ἀπὸ τὴν γλυπτικὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ κατόπιν. Τὰ γραμμένα δάχτυλα ξεχωρίζοντας ἕνα ἕνα, ἁπλώνονται στὸ δεξὶ μὲ κάποιο ριπιδωτὸ ἄνοιγμα. Οἱ κόμποι τῶν ἀστραγάλων καθαρὰ πεταγμένοι, τὸ λεπτὸ ἀνέβασμα τῆς κνήμης, τὰ πέλματα, ποὺ πατοῦν ὁλόκληρα καὶ κρατοῦν τὸ σῶμα ἀναπαυμένο καὶ βέβαιο, σχηματίζουν μιὰν ἑνότητα ξεχωριστή, ὅσο κι ἂν τὸ σύνολο ἦταν ἕνα καὶ ἀδιαχώριστο.
Στὴν ἀκινησία τοῦ ῾Ηνιόχου βλέπομε τὸν φρενιτιώδη ἀγώνα, ποὺ ἔχει προηγηθῆ. Πλούσια ἠρεμία. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τρικυμία τῶν μυώνων ἡσύχασε. Τὸ σῶμα ἡρεμεῖ. Χαϊδεύεται ἀπὸ τὸ θρίαμβο. Ἦρθε ὁ ρόλος τοῦ πλήθους. Εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τοῦ νικητοῦ. ῾Η παρέλαση. Ὁ νικητὴς μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα περνᾶ σὲ ἀργὴ περιφορὰ μπροστὰ στὰ πλήθη καὶ δέχεται τὴ χαρμόσυνη βοὴ τῆς ἐπευφημίας, ἀκίνητος ἐπάνω στὸ ἅρμα του, τὸ ὁποῖο ἕνας πεζὸς ὁδηγεῖ κρατώντας τὰ χαλινάρια τῶν ἀλόγων. Ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ παράστησε στὴ θέση τοῦ πεζού γλύπτης, βρεθηκε ἕνα χέρι.
Ὁ ῾Ηνίοχος αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ νίκη, ὑψώνεται χυτός μέσα στὸν ποδήρη χιτώνα του. Οἱ πτυχὲς πέφτουν ἴσιες καὶ βαριές. Πατεῖ καὶ στὰ δυὸ πέλματα. Εἶναι αὐστηρὴ στήλη στημὲνη στὴ δόξα. Οἱ φυσικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις πειθαρχοῦν. Ἡ στάση του συγκρατεῖ τὸ θρίαμβο. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπει καμιὰ κίνηση ἔξω ἀπὸ τὴ γαλήνη καὶ τὴν εὐπρέπεια. Δυὸ κινήσεις σχηματίζουν τὴ δωρικὴ αὐτὴν ἀρμονία.
῾Η μία εἶναι ἡ ἀκαμψία του, ποὺ δείχνει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ἴσιο καὶ ἀτάραχο, μὲ τὶς πτυχὲς τοῦ μακρύτατου χιτώνα βαριὲς καὶ ἀτρικύμιστες. Ἡ δεύτερη κίνηση εἶναι τὸ γέρμα τοῦ κορμιοῦ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἀκόμα ἐντονώτερα τῆς κεφαλῆς, ἡ ὁποία γέρνει κι αὐτὴ πρὸς τὸ ἴδιο μέρος. Ἡ κεφαλὴ εἶναι βυθισμένη, σ’ ἐλαφρὸ ὄνειρο εὐτυχίας. Ἀκούει τὴ μουσικὴ τοῦ πλήθους. Βλέπει τὸ μεγάλο παλμό του καὶ τὴ γραφικὴ ἀνωμαλία του. Τὸ στόμα του μισανοιγμένο. Τὰ χείλη μικρὰ καὶ σαρκωμένα. Στόμα λουλουδένιο. ῾Η ἴσια μύτη καταλήγει σὲ χαριτωμένο λέπτυσμα. Τὰ ρουθούνια ρουφοῦν ἀπολαυστικὰ τὸν ἀέρα, ποὺ χρειάζεται τὸ κουρασμένο σῶμα. Βλέπεις σ’ αὐτὰ τὸ λαχάνιασμα. Τρέμουν. Τὰ μαλλιὰ περιγραμμένα μὲ θαυμαστὴ λιτότητα, ἀφηνουν τοὺς λιτούς τους βοστρύχους νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν ταινία τῆς νίκης, ποὺ τὰ δένει. Τὰ τόξα τῶν φρυδιῶν γράφουν τὴν καθαρὴ καμπύλη τους ἐπάνω ἀπὸ τὴ λαμπρὴ ματιά. Ἀλλὰ τὰ μάτια! Στὴν ἀσπράδα κάποιου σμάλτου ὁ τεχνίτης ἔμπηξε δυὸ κύκλους διαφορετικῶν μετάλλων μὲ ρεαλισμό*, ποὺ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβωμε, τοῦ χρεωστοῦμε τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Τὸ φῶς βυθίζεται καὶ παίζει σ’ αὐτὰ τὰ πετράδια. Τὰ μάτια χαίρονται καὶ σκέπτονται. Καθρεφτίζουν τὸ θρίαμβο.
Εἶναι νιάτα στὴν ἀρχαία γλυπτική, ποὺ δείχνουν τὸ χάδι τοῦ φωτὸς ἐπάνω τους. Εἶναι νιάτα μὲ τὴ σταθερὴ γραμμή τους, ποὺ δοξάζουν τὴν παλαίστρα καὶ τὴ δωρικὴ πολιτεία. Μὰ νιὰτα συμπυκνωμένα ἔτσι στὴν αὐστηρότητα μιᾶς λεπτῆς στήλης, τόσο δυνατὰ στὴν ἀκινησία, τόσο δροσερὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἄσθμα τῶν ἀγώνων δὲν ξανάγιναν. Ποτὲ ἀπὸ χιτώνα δὲν εἶδαμε βραχίονα νὰ προβάλη τόσο δυνατὸς καὶ γραμμένος. Ποτὲ χέρι σὰν τὸ δεξὶ τοῦ Ἡνιόχου, ποὺ κρατᾶ ἐλαφρὰ τὰ χαλαρὰ ἠνία, δὲν ἔδειξε γραμμὴ τόσο μουσική.
Ποιός εἶναι ὁ ἐξαίσιος τεχνίτης τέτοιων ἄκρων; Εἶναι, ὅπως νομίζεται, ὁ Πυθαγόρας ἐκ Ρηγίου, ποὺ ἔκαμε τὸ ἔργο; Ἦταν Ἀθηναῖος ἢ χαλκοπλάστης τῆς Αἰγίνης; Ἴσως αὐτὸ θὰ μείνη ἄγνωστο. Ἀλλὰ θὰ ξέρωμε πάντοτε, πὼς καὶ τὸ ἔργο τοῦτο τὸ ἔδωσε ἡ ἀόριστη ἐποχή, ποὺ εἶναι τέλος τοῦ ἀρχαϊσμοῦ, ἡ στιγμὴ ποὺ προαισθάνεται τὸ Φειδία. ῞Οπως τὸ δέντρο, ὅταν νιώθη τὴν παρακμή του, πετᾶ ὁρμητικὴ καὶ ἄφθονη ἂνθηση, ἡ ἀρχαϊκὴ τέχνη ἑτοίμασε τὸν ἀποχαιρετισμό της σὲ λίγα ἔργα, στὰ ὁποῖα τὰ ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα συγκεντρώθηκαν κι ἔδωσαν τὸ ἀπροχώρητο τοῦ θελγήτρου τους, ἀφήνοντας στὴν ψυχὴ τῶν φίλων τῆς τέχνης συναίσθημα, ποὺ ἂν δὲν εἶναι θαυμασμὸς εἶναι χαρμόσυνη ταραχὴ κι εὐδαιμονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου