Τα καράβια κατάμεστα
απο κόσμο φτάσαν. Τ' αυτοκίνητα κυλούσαν
σαν ποταμός απο την Αθήνα και την Ιτέα.
Οι ξένοι ανταποκριτές ήρθανε κι ο
Σικελιανός ήταν μαζί τους. Την προηγούμενη
μέρα είχαμε μια καταιγίδα που μας χάλασε
τη γενική δοκιμή. Κάθε άλλος θ'
αποθαρρύνονταν με τους καταρράκτες που
άνοιξαν, μα ο Σικελιανός ατάραχος ήτανε.
“Ο καιρός” είπε “θα 'ναι τέλειος”. Και
ήτανε.
Περπατούσα προς την
Εκθεση και ήμουνα καταμαγεμένη. Κάθε
σπίτι του χωριού κι απ' τις δυο μεριές
του δρόμου ήταν γεμάτο με όλων των λογιών
τους θησαυρούς, όλα καμωμένα απ' τους
χωριάτες. Σε κάθε σπίτι μια κυρία
επιστατούσε φορώντας το τοπικό κοστούμι
της επαρχίας που αντιπροσώπευε, όπου
έζησαν οι πρόγονοί της. Ολη η Ελλάδα
ήτανε κεί μες στη χειροτεχνία κι όλα
καμωμένα απο τέλειους τεχνίτες. Ενα
όνειρο είχε πραγματοποιηθεί. Αλλά στο
γυρισμό για το σπίτι μόλις μπορούσα να
σκαρφαλώσω το λόφο για την αητοφωλιά
μας. Και πως θα μπορούσαν τα πόδια μου
να με σύρουν ως το θέατρο, και πως θα
μπορούσα να ντύσω τις Ωκεανίδες μου;...
Οταν ετοιμάστηκαν μου φαινόταν απίστευτα
δύσκολο να φτάσω απο τη σκηνή ως το
αμφιθέατρο. Σαν μέσα σ' όνειρο ένοιωσα
πως ο Προμηθέας, το Κράτος, η Βία και ο
Ηφαιστος ήταν καλοί, πως απάγγελναν
καλά και πως άρεσαν στους θεατές. Μα
αμέσως μπήκαν οι Ωκεανίδες μου κι αμέσως
κι απέραντα ζωντάνεψα. Ητανε τέλεια
ελεύθερες και τέλεια ωραίες. Ημουνα
περίχαρη. Ο Λόγος και ο Χορός ήταν ένα
πράμα : κατάλαβα πως βρισκόμουν αληθινά
στο κατώφλι του Ελληνικού Δράματος.
Σε λίγο τα τηλεγραφικά
σύρματα εβούιζαν, οι πρώτες ειδήσεις
φτάνουν στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο
Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Μαδρίτη, στη
Λισσαβώνα. Ολη εκείνη τη νύχτα η Αθήνα
βρισκότανε σε υπερδιέγερση.
Την επόμενη μέρα τα
καταστήματα έμειναν κλειστά κι όλος ο
κόσμος φιλιότανε στους δρόμους όπως
συνηθίζεται το Πάσχα (σημ. Αυτή την
εξήγηση δίνει η Εύα γιατί απευθύνεται
σε Αμερικάνικο κοινό που υποτίθεται
πως δεν έχει ιδέα απ' αυτό το πασχαλινό
φιλί).
Ολη η Ελλάδα ήταν στο
πόδι και οι ειδήσεις δια τους Δελφούς
εξακολουθούσαν να φτάνουν, έπειτα απο
τα πρώτα σημειώματα, μεγάλες και
λεπτομεριακές. “Το Δράμα ξαναγεννήθηκε”
λέγανε “στην πρωταρχική χώρα της γένεσής
του”.
Οι Ελληνες
ανταποκριτές ήτανε το ίδιο γεμάτοι
θαυμασμό. “Πήγανε να κοροϊδέψουν και
στάθηκαν να προσευχηθούν”. Για μήνες
τα Ελληνικά φύλλα γέμιζαν σελίδες για
τις Δελφικές Εορτές. Και μου έλεγαν
αργότερα πως το κοινό δεν ήθελε άλλα
νέα.
Το άλλο πρωί στο
Στάδιο, δίσκοι και ακόντια λαμποκοπούσαν
στον ήλιο, δρόμοι, πήδημα με βάρη, πάλη,
αστραφτερές πανοπλίες και το τραγούδι
απ' τους χορευτές..
Οταν τελείωσε
ο “Προμηθέας Δεσμώτης” αετοί κατέβηκαν
απ' την κορυφή του Παρνασσού και
κυκλόφερναν γύρω απ' το κεφάλι του ήρωα.
Και στη μέση των αγώνων ήρθανε πάλι
πετώντας χαμηλά στην παλαίστρα. Πραγματικά
όλη η φύση ήθελε να συμπράξει.
Κείνο που ήταν
πάνω απ' όλα ήτανε την επόμενη μέρα όταν
ήρθαν οι χωρικοί να δούνε την παράσταση.
Εκράτησαν την υπόσχεσή τους και κανένας
δεν ήρθε απ' τα χωριά τις δύο πρώτες
ημέρες. Μα τη δική τους μέρα ταξίδεψαν
για μίλια με το κάρο, έχοντας συχνά και
τα μωρά τους στην αγκαλιά. Απο νωρίς το
πρωί είχε γεμίσει το Θέατρο αν και ήξεραν
πως μόνο στις πέντε τ' απόγεμα θ' άρχιζε
η παράσταση, κι όλη τη μέρα το βουνό γύρω
μαυρολογούσε απ' τον κόσμο.
Την πρώτη μέρα
η παράσταση των διανοούμενων ήταν πολύ
μεγάλη αλλά η δεύτερη ήταν θαυμαστή. Ο
Ελληνικός λαός είχε πραγματικά αφυπνισθεί.
Κείνη τη νύχτα
όταν έφυγαν όλοι, κάθησα μόνη μου μεσ'
το θέατρο και είδα καθαρά το μέλλον
μπροστά μου. Ηξερα πως η ανταπόκριση
υπήρξε πραγματική και το αποτέλεσμα
είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες μου. Ηξερα
πως αν μπορούσαμε να εξακολουθήσουμε
η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου
βρισκόταν στα χέρια μας. Αλλά έβλεπα
σωστά μπροστά μου. Ηξερα πως εκείνη η
νύχτα πολλά θα λέγονταν και πολλά θα
γράφονταν, αλλά κανείς δεν θα μας
ελευθέρωνε τα χέρια.
Τα σχέδια που
κάναμε στο ταξίδι μεταξύ Πάτρας και
Συκιάς επεκτείνονταν πέρα απο τις
Εορτές. Πραγματικά, αυτός ο εσώτερος
σκοπός έκανε την κούραση των Εορτών να
φαίνεται ασήμαντη. Είχαμε πεί: Επειτα
απο το όμοιο με παλίρροια μέγα κύμα της
γενικής αφύπνισης που θ' ακολουθούσε
μια τέτοια σύνθεση εξωτερικών εκδηλώσεων,
αμέσως κατόπιν θα 'πρεπε ν' ακολουθήσει
μια συγκέντρωση των ανθρώπων που είχαν
καταλάβει πως οι Εορτές ήταν απλώς ένα
σύνθημα για την κατανόηση της δράσης
εκείνων που είχαν ένα καθαρό μυαλό, μια
γενναία καρδιά και γνώσεις της γλώσσας,
εκείνων που κατάλαβαν πως μια τέτοια
ανταπόκριση σαν αυτή που ξεσήκωσαν οι
Δελφικές Εορτές – απ' την τελευταία
γωνιά της Ελλάδας κι απο πολλές γωνιές
της Ευρώπης και πιο πέρα- απαιτούσε μια
ρητή δράση απο μέρους των υπεύθυνων
αυτών ατόμων, που ήσαν ικανοί να
υποστηρήξουν και να φωτίσουν αυτό το
μοναδικό ξέχυμα αλτρουϊστικής συγκίνησης.
Και υπήρχαν πολλοί απ' αυτούς: πολλοί
μεσ' την Ελλάδα και έξω απ' την Ελλάδα
που ήσαν ικανοί να δράσουν. Τη στιγμή
που θα χρειάζονταν, θα μαζεύονταν απ'
τα πέρατα της γής να βοηθήσουν και να
δικαιώσουν το πνεύμα που ανέτειλε.
Αυτό το κύμα της
αφύπνισης ήτανε μεγαλύτερο απ' ο,τι
προείδαμε, αλλά το επόμενο βήμα προς τα
μπρός δεν ήταν πια στα χέρια μας.
Αντ' αυτού πήγα
στην Αμερική για να μεσολαβήσω για το
Δελφικό Πανεπιστήμιο. Δυό χρόνια περίπου
έκανα διαλέξεις σε κατάμεστες αίθουσες
απο τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό, αλλά
το αποτέλεσμα ήτανε πάντοτε το ίδιο :
“Θέλετε, σας
παρακαλούμε, να μας κάνετε άλλη μια
διάλεξη”!
Εύας, ο ποιητής
Αγγελος Σικελιανός, άρθρο της στο Athene
το Δεκέμβριο 1943, όπως μεταφράστηκε
στη Ν. Εστία το Δεκέμβριο του 1945 (τεύχος
443)
Πηγή : “Ηώς”, 1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου